Νόσοι κατά την Κύηση

Home / Νόσοι κατά την Κύηση

Περίληψη

Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα – ΙΦΕΝ) αποτελούν μια νοσολογική ομάδα η οποία προσβάλλει τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας σχετικά συχνά. Προκύπτουν ε­πομένως αρκετά ερωτηματικά που αφορούν την επίδραση των νοσημάτων αυτών στη γονιμότητα, καθώς και τις ε­πιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην πορεία και έκβαση της κύησης. Στην ανασκόπηση αυτή παρουσιάζονται οι επιπτώσεις που η εγκυμοσύνη μπορεί να έχει στην πορεία και βαρύτητα της νόσου αλλά και – αντίστροφα – οι επι­δράσεις της νόσου στην έκβαση της κύησης. Επιπλέον παρουσιάζονται συνοπτικά ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής θεραπείας σε εγκύους με ΙΦΕΝ. Παρά το γεγονός ότι οι κυή­σεις των γυναικών με ΙΦΕΝ απαιτούν στενή παρακολούθηση, οι νοσολογικές αυτές οντότητες δεν συνιστούν απαραίτητα λόγο για αποφυγή μιας εγκυμοσύνης, με εξαίρεση ίσως τις καταστάσεις εκείνες στις οποίες οι πάσχουσες γυναίκες ευρίσκονται σε αγωγή με μεθοτρεξάτη ή στην έξαρση της νόσου.

Εισαγωγή

Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ΙΦΕΝ) αποτελούν μια χρόνια διαταραχή. Προσβάλλουν νεαρά άτομα, συνεπώς στη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας. Οι δύο νοσολογικές οντότητες που χαρακτηρίζονται ως « «ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου» – η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn – έχουν διαφορετική κλινική εικόνα, εντόπιση και πρόγνωση.

Η ελκώδης κολίτιδα προσβάλλει αρχικά το ορθό και επεκτείνεται στη συνέχεια κεντρικότερα. Οι βλάβες εντοπίζονται στο βλεννογόνο και στον υποβλεννογόνιο χιτώνα του εντερικού τοιχώματος. Ο βλεννογόνος μακροσκοπικά είναι εύθρυ­πτος και οιδηματώδης. Σε σοβαρές περιπτώσεις σχηματίζονται ψευδοπολύποδες που αποτελούν τμήματα υπερπλαστικού και οιδηματώδους βλεννογόνου που περιβάλλονται από βαθιά έλκη. Η επέκταση της νόσου σε βαθύτερες στιβάδες του εντερικού τοιχώματος είναι εξαιρετικά σπάνια. Πανκολίτιδα – προσβολή όλου του παχέος εντέρου – μπορεί να συμβεί στο 10% των ασθενών. Το λεπτό έντερο δεν προσβάλλεται σχεδόν ποτέ. Όταν η νόσος μεταπέσει σε χρονιότητα δημιουργείται ίνωση του αυλού του παχέος εντέρου το οποίο δεν εμφανίζει πλέον τις χαρακτηριστικές κολικές κυψελίδες.
Η νόσος του Crohn, ή τελική ειλεΐτιδα, ή κοκκιωματώδης εντερίτιδα αποτελεί μία κατά τόπους κοκκιωματώδη φλεγμονώδη προσβολή του εντέρου που συνήθως περιλαμβάνει όλες τις στιβάδες του εντερικού τοιχώματος και όχι μόνο τις επι­πολείς (βλεννογόνια και υποβλεννογόνια). Η επέκταση της νόσου του Crohn είναι ασυνεχής με υγιή τμήματα εντέρου με­ταξύ των προσβεβλημένων περιοχών. Στο 40% περίπου των ασθενών η εντόπιση της νόσου αφορά τον ειλεό και το ορθό, στο 30% η ασθένεια περιορίζεται στο λεπτό έντερο, ενώ τέλος στο 25% η νόσος περιορίζεται στο παχύ έντερο. Χαρακτηριστικές και όχι σπάνιες είναι οι επιπλοκές από το ορθό όπως συρίγγια και αποστήματα, ενώ η φλεγμονώδης προσβολή του εντέρου έχει σαν αποτέλεσμα την ίνωσή του.
Οι εξωεντερικές εκδηλώσεις και των δύο παθήσεων περιλαμβάνουν ιριδίτιδα, επισκληρίτιδα, αρθρίτιδα, δερματικές βλά­βες, περιχολαγειΐτιδα και σκληρυντική χολαγγειΐτιδα.

Επιδημιολογία

Η επίπτωση και ο επιπολασμός των ΙΦΕΝ ποικίλλουν στα διάφορα μέρη του κόσμου: είναι σημαντικά υψηλότε­ρες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη συγκριτικά με την Ασία και την Αφρική. Αναλυτικότερα, Στις ΗΠΑ ο επιπολασμός ανέρχεται σε 200-300 περιπτώσεις ανά 100.000 κατοίκους, ενώ γενικότερα στη Δύση σε 100-200 περιπτώσεις ανά 100.000 κατοίκους. Παρατηρείται γενικά μεγαλύτερος επιπολασμός στους λευκούς παρά στους μαύρους. Τέλος εί­ναι ενδιαφέρουσα η γνώση ότι παρατηρείται αυξημένη εμφάνιση των ΙΦΕΝ μεταξύ των Εβραίων Ashkenazi.

Γενετική βάση

Οι περισσότερες μελέτες αναφέρουν αύξηση του σχετικού κινδύνου εμφάνισης νόσου του Crohn ή ελκώδους κο­λίτιδας σε πρώτου βαθμού συγγενείς ασθενών με ΙΦΕΝ. Φαίνεται να υπάρχει ενός βαθμού επικάλυψη όσο αφορά την κληρονομικότητα (ή την κληρονομική επιβάρυνση) σε οικογένειες μέλη των οποίων παρουσιάζουν τη μια ή την άλλη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου. Η πιθανότητα απόκτησης πάσχοντος παιδιού από γονέα με νόσο είναι μικρή και για τις δύο παθολογικές οντότητες και εκτιμάται να είναι περίπου 3% (εμπειρικός κίνδυνος). Παλαιότερα είχε αναγνωρισθεί ένας γενετικός τόπος που συνδέεται με τη νόσο του Crohn αλλά όχι με την ελκώδη κολίτιδα. Συγκεκριμένα η παρουσία μεταλλάξεων στο γονίδιο NOD2 αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης της νόσου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ομοζυγώτου. Τα τελευταία χρόνια οι γνώσεις μας για το γενετικό υπόστρωμα των ΙΦΕΝ αυξάνουν συ­νεχώς. Τουλάχιστον 9 διαφορετικοί γενετικοί τόποι έχουν συσχετισθεί με την εμφάνιση ΙΦΕΝ και κυρίως με τη νό­σο Crohn. Μεταλλάξεις σε γονίδια όπως το CARD15, ABCB1 κ.ά, αυξάνουν την πιθανότητα νόσησης.

Επιδράσεις της κύησης στις ΙΦΕΝ

Η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn αποτελούν νόσους που προσβάλλουν γυναίκες αναπαραγωγικής ηλι­κίας. Η πορεία τόσο της ελκώδους κολίτιδας όσο και της νόσου του Crohn κατά τη διάρκεια της κύησης σχετίζεται κυρίως με το κατά πόσο η νόσος ευρίσκεται σε ενεργό φάση την περίοδο της σύλληψης. Έτσι στα 2/3 των ασθενών με ενεργό νόσο κατά την περίοδο αυτή, η νόσος θα παραμείνει ενεργός ή θα επιδεινωθεί, ενώ στο 1/3 των ασθενών αναμένεται να παρουσιαστεί ύφεση κατά τη διάρκεια της κύησης και ιδιαίτερα στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου. Αντίθετα αν η νόσος ευρίσκεται σε ύφεση στην αρχή της κύησης, στα 2/3 των εγκύων δεν αναμένεται επιδείνωση, ενώ στο 1/3 αναμένεται υποτροπή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της λοχείας (Πίνακας 1). Δυσμενή πορεία νόσου έχουν επίσης τα περιστατικά στα οποία η νόσος εκδηλώνεται για πρώτη φορά στην κύηση. Σε 32% και 24% των εγκύων με νόσο Crohn και ελκώδη κολίτιδα αντίστοιχα η νόσος θα εμφανίσει έξαρση στη διάρκεια της κύησης. Επισημαίνεται πάντως ότι για πολλές περιπτώσεις όπου εμφανίζεται επιδείνωση στο πρώτο τρίμηνο της κύησης ευ­θύνεται η διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, που υπαγορεύεται κυρίως από ανησυχία ή φόβο για τυχόν τερατο­γόνες επιπτώσεις στο έμβρυο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η επαναχορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής βελτιώνει την κλινική εικόνα. Συμπερασματικά είναι εξαιρετικά σημαντικό σε ζευγάρια όπου η γυναίκα πάσχει από ΙΦΕΝ, η κύη­ση να επιτευχθεί σε περίοδο ύφεσης της νόσου (προγραμματισμός κύησης).

Επίδραση της νόσου στην πορεία και έκβαση της εγκυμοσύνης

Παλαιότερα βιβλιογραφικά δεδομένα αναφέρουν ότι ασθενείς με ΙΦΕΝ αποκτούν μικρότερο αριθμό παιδιών συ­γκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Παράγοντες που πιθανά να συμβάλουν σε αυτό αποτελούν κυρίως: η ενεργότητα της νόσου με τα συνοδά χρόνια κοιλιακά άλγη, ο φόβος για τις επιπτώσεις της νόσου στο κύημα, και τα προβλή­ματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική επαφή και την εικόνα του σώματος γενικά. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ενώ ασθενείς με ενεργό νόσο Crohn φαίνεται να παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά υπογονιμότητας συγκριτι­κά με τον πληθυσμό ελέγχου (42% έναντι 28%(, από την άλλη έχει δειχθεί ότι η γονιμότητα δεν επηρεάζεται στις περιπτώσεις ασθενών που η νόσος είναι ανενεργός. Στις περιπτώσεις γυναικών με ελκώδη κολίτιδα, νεότερα δε­δομένα υποστηρίζουν ότι η νόσος δεν επηρεάζει τη γονιμότητα, με εξαίρεση ίσως τις περιπτώσεις εκείνες όπου οι γυναίκες έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Ο Ording και συν. αναφέρουν μείωση της γονιμότητας έως και 80% μετά πρωκτοκολεκτομή και ειλεοορθική αναστόμωση, ενοχοποιώντας κυρίως τις ενδοπυελικές συμφύσεις.

Ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η νόσηση από ΙΦΕΝ συνοδεύεται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών κατά τη διάρκεια της κύησης απασχολεί τη βιβλιογραφία ήδη από τη δεκαετία του 1950. Η πλειοψηφία των γυναικών με νόσο (80-90%) επιτυγχάνουν τελειόμηνες εγκυμοσύνες, ωστόσο παρατηρείται σχετικά αυξημένος κίνδυνος επιπλο­κών. Η πιθανότητα απουσίας επιπλοκών και η καλή έκβαση της κύησης είναι μεγαλύτερη όταν η νόσος παραμένει σε ύφεση. Βιβλιογραφικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι έγκυες γυναίκες με ΙΦΕΝ δεν παρουσιάζουν αυξημένο κίν­δυνο αποβολών, εμβρυϊκού θανάτου ή γέννηση θνησιγενών εμβρύων συγκριτικά με τον γενικό μαιευτικό πληθυσμό. Ωστόσο, ελεγχόμενες πληθυσμιακές μελέτες αναφέρουν αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού, γέννησης λιποβαρών νεογνών καθώς και μεγαλύτερη συχνότητα εκτέλεσης καισαρικών τομών σε γυναίκες με ΙΦΕΝ. Η επίδραση της νόσου στο βάρος γέννησης φαίνεται να είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση της νόσου Crohn. Αδιευκρίνιστο παρα­μένει ωστόσο, αν η γέννηση λιποβαρών νεογνών σχετίζεται με την ίδια την υποκείμενη νόσο, την ενεργό φάση της, ή τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής.
Δεν αναφέρεται αυξημένη επίπτωση συγγενών ανωμαλιών στα νεογνά μητέρων με ΙΦΕΝ – τουλάχιστον στις πε­ρισσότερες μελέτες. Ωστόσο κάποιοι συγγραφείς όπως οι Dominitz και συν. αναφέρουν αυξημένη επίπτωση συγγενών ανωμαλιών σε κυήσεις γυναικών με ελκώδη κολίτιδα, που περιλαμβάνουν χρωμοσωματικές ανωμαλίες, ορι­σμένα γενετικά σύνδρομα καθώς και ηπιότερες ή μεμονωμένες δυσπλασίες.

Διάγνωση της νόσου κατά τη διάρκεια της κύησης

Οι πιο κοινές εκδηλώσεις της νόσου του Crohn περιλαμβάνουν διάρροια, κοιλιακό άλγος, πυρετό, απώλεια βά­ρους, ενώ συχνά προεξάρχει η συμπτωματολογία από την περιπρωκτική περιοχή (συρίγγια, αποστήματα, ραγάδες). Το κύριο σύμπτωμα της ελκώδους κολίτιδας είναι οι διαρροϊκές κενώσεις – με ή χωρίς πρόσμιξη αίματος ή βλέννης. Συχνές στις ΙΦΕΝ είναι και οι εξωεντερικές εκδηλώσεις οι οποίες περιλαμβάνουν: περιφερική αρθρίτιδα, αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, δερματικές βλάβες (οζώδες ερύθημα, γαγγραινώδες πυόδερμα), οφθαλμικές βλάβες (επι­πεφυκίτιδα, επισκληρίτιδα, ραγοειδίτιδα, ιριδίτιδα), στοματικές βλάβες (αφθώδη έλκη) και πρωτοπαθή σκληρυντική χολλαγγειΐτιδα. Συχνά κατά τη διάρκεια της κύησης παρατηρείται ανεπαρκής πρόσληψη βά­ρους που μπορεί να σχετίζεται με δυσαπορρόφηση ή με δυσανεξία στη λήψη τροφής λόγω των συμπτωμά­των από το γαστρεντερικό σύστημα.

Στην διερεύνηση των συμπτωμάτων των ΙΦΕΝ η απλή ακτινογραφία κοιλίας μπορεί να απεικονίσει την ύπαρξη μεγάκολου ή διάτασης του έντέρου και χρησιμοποιείται με ασφάλεια στην εγκυμοσύνη. Έμμεσες πληροφορίες ενεργού φλεγμονής, όπως π.χ. ο σχηματισμός ενός αποστήματος ή η πάχυνση του εντερικού τοιχώματος, μπορεί εναλλακτικά να παρά­σχει η υπερηχογραφία. Η μαγνητική τομογραφία μπορεί με ακρίβεια να λύσει διαφοροδιαγνωστικά ζητήματα και εφαρμόζεται με μεγαλύτερη ευχέρεια και ασφάλεια στην εγκυμοσύνη, συγκριτικά με την α­ξονική τομογραφία ή την κλασική ακτινογραφία. Στην διερεύνηση των ΙΦΕΝ κατά τη διάρκεια της κύησης συχνά υπάρχουν διλήμματα που αφορούν την ασφά­λεια του ενδοσκοπικού ελέγχου. Σύμφωνα με τον Cappell και συν. η σιγμοειδοσκόπηση μπορεί με ασφάλεια να πραγ­ματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης προκειμένου να επιβεβαιώσει τη διάγνωση μιας ενεργού κολίτιδας, σε α­ντίθεση με την κολονοσκόπηση, η οποία είναι προτιμότερο να αναβάλλεται για μετά τον τοκετό. Ωστόσο νεότερα δεδομένα αναφέρουν πως η κολονοσκόπηση, αν και έχει ένδειξη λιγότερο συχνά σε έγκυες γυναίκες, σε προσεκτι­κά επιλεγμένα περιστατικά μπορεί να εκτελεστεί με ασφάλεια και στη διάρκεια της κύησης. Θα πρέπει όμως να διε­νεργείται μετά από συνεργασία με τον μαιευτήρα, και με ταυτόχρονη καταγραφή της καρδιακής συχνότητας του εμ­βρύου αν πρόκειται για τελειόμηνη έγκυο ή για κύηση υψηλού κινδύνου.

Δυσχερής κατά τη διάρκεια της κύησης είναι και η εκτίμηση των διάφορων αιματολογικών παραμέτρων. Με την εξαίρεση των επιπέδων της C αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) που παραμένει σχετικά σταθερή κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής κύησης – επιτρέποντας έτσι τη χρησιμοποίησή της ως δείκτη ενεργότητας της νόσου – η αύξηση του ό­γκου του πλάσματος στην εγκυμοσύνη οδηγεί σε μείωση των επιπέδων της αιμοσφαιρίνης και της αλβουμίνης, δυσχεραίνοντας έτσι τη χρήση των παραμέτρων αυτών για την παρακολούθηση της πορείας της νόσου.

Φαρμακευτική αγωγή κατά τη διάρκεια της κύησης

Η θεραπεία των ΙΦΕΝ κατά τη διάρκεια της κύησης πρέπει γενικά να ακολουθεί τις ίδιες κατευθυντήριες γραμ­μές με τη θεραπεία στους υπόλοιπους ασθενείς, έχοντας πάντα υπ’ όψιν ότι η διατήρηση της νόσου σε μη ενεργό φά­ση ευνοεί την ομαλή έκβαση της εγκυμοσύνης. Έτσι, ασθενείς με ενεργό νόσο πρέπει να ενθαρρύνονται να συνεχί­σουν τη φαρμακευτική τους αγωγή και κατά τη διάρκεια της κύησης παρά τους δισταγμούς και την απροθυμία που συχνά επιδεικνύουν. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα συνηθέστερα χρησιμοποιούμενα σκευάσματα στην αντιμε­τώπιση των ΙΦΕΝ και οι ιδιαιτερότητες που συνοδεύουν τη χορήγησή τους στην διάρκεια της κύησης.

Αμινοσαλικυλικά

Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα από ασθενείς με ΙΦΕΝ είναι τα αμινοσαλικυλικά και κυρίως η σουλ­φασαλαζίνη και η μεσαλαμίνη (5-αμινοσαλικυλικό οξύ). Τα αμινοσαλικυλικά, τα οποία χορηγούνται τόσο στην ενεργό νόσο όσο και στη θεραπεία συντήρησης, μπορούν με ασφάλεια να χορηγηθούν και κατά τη διάρκεια της κύη­σης. Παρόλο που η σουλφασαλαζίνη διαπερνά τον πλακούντα, με αποτέλεσμα υψηλές συγκεντρώσεις στο κύημα, πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες δεν επιβεβαιώνουν τερατογόνο δράση ή επιβράδυνση της εμβρυϊκής ανάπτυ­ξης. Η σουλφασαλαζίνη ανήκει στην κατηγορία Β όσον αφορά την ασφάλεια χορήγησής της στην έγκυο ασθενή και θεωρείται πρώτης γραμμής θεραπεία για την αντιμετώπιση της ΙΦΕΝ στη διάρκεια της κύησης και στη λοχεία. Όσον αφορά τη χρήση της μεσαλαμίνης, δεν είναι γνωστό αν διαπερνά τον πλακούντα και μόνο ίχνη από τον ενεργό με­ταβολίτη της (5-αμινοσαλυκυλικό οξύ) ανιχνεύονται στην εμβρυϊκή κυκλοφορία. Μελέτες σε πειραματόζωα με χο­ρήγηση πολύ υψηλότερων δόσεων από τις συνήθεις κλινικά, δεν έδειξαν στοιχεία τερατογένεσης ή υπολειπόμενης ανάπτυξης. Με δεδομένο ότι σε έγκυες γυναίκες με ενεργό ελκώδη κολίτιδα το βάρος γέννησης του νεογνού ανα­μένεται χαμηλότερο, είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση ότι η χορήγηση μεσαλαμίνης οδηγεί σε ακόμη μικρότερο βά­ρος γέννησης. Ο Norgard και συν., σε πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη, αν και υποστηρίζουν ότι η χορήγηση του φαρμάκου κατά τη διάρκεια της κύησης σε γυναίκες με ελκώδη κολίτιδα δεν ενέχει τον κίνδυνο εμφάνισης συγγε­νών ανωμαλιών, παρατήρησαν αυξημένη συχνότητα πρόωρου τοκετού και γέννησης θνησιγενών εμβρύων. Πάντως τα παραπάνω μεμονωμένα στοιχεία δεν έχουν επιβεβαιωθεί και το φάρμακο υπάγεται στην κατηγορία Β όσον α­φορά την ασφάλεια χορήγησής του στην διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επίσης θεωρείται ασφαλής η χορήγησή του στην διάρκεια του θηλασμού.

Κορτικοστεροειδή

Τα κορτικοστεροειδή αν και διαπερνούν τον εμβρυοπλακουντιακό φραγμό, μεταβολίζονται ταχέως σε σχετικά α­νενεργούς μεταβολίτες στο κύημα και έτσι φαίνεται να είναι γενικώς ασφαλή (κατηγορία Β). Παρ’ όλο που ορισμένες μελέτες αναφέρουν συσχέτιση μεταξύ χρήσης κορτικοστεροειδών και γέννησης θνησιγενών εμβρύων σε περιπτώσεις κυήσεων με ΙΦΕΝ, ο Mogadam και συν. υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος υπολειπόμενης ενδομήτριας α­νάπτυξης, αυτόματων αποβολών, γέννησης θνησιγενών εμβρύων και πρόωρου τοκετού, σχετίζεται περισσότερο με την ενεργό φάση της νόσου παρά με τη χορήγηση κορτικοειδών.

Ανοσοκατασταλτικά

Στις περιπτώσεις που η ενεργός νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή με τις μέγιστες δόσεις σαλι­κυλικών και κορτικοστεροειδών, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η χορήγηση ανοσοκατασταλτικών. Σε αυτά που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των ΙΦΕΝ, ανήκουν κυρίως οι αντιμεταβολίτες αζαθειοπρίμη (ΑΖΑ) ή το παράγωγό της 6-μερκαπτοπουρίνη (6-ΜΡ), η κυκλοσπορίνη, η μεθοτρεξάτη και η ινφλιξιμάμπη. Τα παραπάνω σκευάσματα ενέχουν κινδύνους τερατογένεσης, υπολειπόμενης ενδομήτριας ανάπτυξης και επιπλοκών από το νεογνό. Η αζαθειοπρί­μη και η 6-μερκαπτοπουρίνη ανήκουν στην κατηγορία D, άρα πρέπει να σταθμίζονται προσεκτικά τα υπέρ και τα κα­τά της ενδεχόμενης χορήγησής τους, ενώ η κυκλοσπορίνη και η ινφλιξιμάμπη θεωρείται ότι ανήκουν στην πιο ασφαλή κατηγορία C. Η μεθοτρεξάτη όμως είναι γνωστός τερατογόνος παράγοντας (κατηγορία Χ) και η χρήση της δεν επι­τρέπεται – τουλάχιστον στο πρώτο ήμισυ της κυήσεως.
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τη χρήση της ΑΖΑ και της 6-ΜΡ κατά τη διάρκεια της κύησης. Αν και η ΑΖΑ διαπερνά τον πλακούντα, η έλλειψη του ενζύμου που μετατρέπει την ΑΖΑ στους ενεργούς της μεταβολί­τες από το εμβρυϊκό ήπαρ, φαίνεται να προστατεύει το κύημα από τις τερατογόνες της επιδράσεις Ωστόσο σε πρό­σφατες μελέτες χρήσης ΑΖΑ ή 6-ΜΡ κατά τη διάρκεια της κύησης αναφέρεται αυξημένη επίπτωση συγγενών ανωμα­λιών, περιγεννητικής θνησιμότητας και πρόωρου τοκετού. Αντίθετα, δεδομένα αναδρομικής μελέτης στην οποία συμ­μετείχε μεγάλος αριθμός ασθενών με ΙΦΕΝ που ελάμβαναν αγωγή με 6-ΜΡ, υποστηρίζουν ότι η επίπτωση αυτόματων αποβολών, συγγενών ανωμαλιών, νεοπλασίας ή συγγενών λοιμώξεων ήταν ίδια με την ομάδα ελέγχου. Συνεπώς και με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία εάν τα φάρμακα αυτά είναι αναγκαία για τη διατήρηση της νόσου σε ύφεση, η αγωγή δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διακόπτεται πριν τη σύλληψη ή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Παρ’ όλο που η χρήση της κυκλοσπορίνης κατά τη διάρκεια της κύησης δεν έχει συσχετισθεί με σοβαρές για το κύημα επιδράσεις, η νεφροτοξική, ηπατοτοξική και υπερτασιογόνος δράση του φαρμάκου στη μητέρα, περιορίζει τη χρήση του μόνο σε περιπτώσεις κεραυνοβόλου ελκώδους κολίτιδας που δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία με στεροειδή.

Όπως προαναφέρθηκε, η ισχυρή μεταλλαξιογόνος και τερατογόνος δράση της μεθοτρεξάτης (ανωμαλίες ανά­πτυξης του ΚΝΣ όπως ανεγκεφαλία, υδροκεφαλία και μυελομηνιγγοκήλη) δεν επιτρέπει τη χρήση της όχι μόνο κα­τά τη διάρκεια της κύησης, αλλά και – για ορισμένους συγγραφείς – για 6 μήνες πριν τον προγραμματισμό επίτευξης μιας εγκυμοσύνης.
Τα τελευταία χρόνια η χρήση της ινφλιξιμάμπης (μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο στρέφεται εναντίον του παράγο­ντα νέκρωσης των όγκων – TNF) έχει βελτιώσει τη ζωή πολλών ασθενών με νόσο Crohn. Όσον αφορά τη χρήση της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αν και οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρουν επιτυχή έκβαση κυήσεων, ανα­φέρεται στη βιβλιογραφία η περίπτωση θανάτου λόγω ενδοεγκεφαλικής και πνευμονικής αιμορραγίας πρόωρου νεο­γνού μητέρας με νόσο Crohn υπό αγωγή με ινφλιξιμάμπη αλλά και 5-ASA, ΑΖΑ, και μετρονιδαζόλη. Πρόσφατες α­ναφορές υποστηρίζουν ότι έκθεση στην ινφλιξιμάμπη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεν δικαιολογεί την απόφα­ση για τερματισμό της κύησης καθώς το ποσοστό γεννήσεων υγιών νεογνών, και η συχνότητα αποβολών δεν διαφορο­ποιείται συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό εγκύων γυναικών στις Η.Π.Α.

Αντιβιοτικά

Συχνά στη θεραπεία των ΙΦΕΝ χρησιμοποιούνται και αντιβιοτικά και κυρίως η μετρονιδαζόλη και η σιπροφλοξασίνη. Βραχείας διάρκειας χρήση τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δε φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο τερατογένεσης στον άνθρωπο. Η μετρονιδαζόλη υπάγεται στην κατηγορία Β και η σιπροφλοξασίνη στην κατηγορία C. Ο Πίνακας 2 παρουσιάζει την ταξινόμηση σχετικά με την ασφάλεια χορήγησης στην κύηση των συ­νηθέστερων σκευασμάτων που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ΙΦΕΝ.

Χειρουργική αντιμετώπιση

Η χειρουργική αντιμετώπιση των ΙΦΕΝ αν και σπάνια απαιτείται κατά τη διάρκεια της κύησης, είναι προτιμότε­ρο να αποφεύγεται ακόμα και σε περίπτωση οξέων εκδηλώσεων της νόσου, λόγω του υψηλού ποσοστού εμβρυϊκού θανάτου (60% περίπου) που συνοδεύει τις σχετικές χειρουργικές επεμβάσεις.

Τοκετός

Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία όσον αφορά τον τρόπο του τοκετού, οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν ότι σε ασθενείς με νόσο Crohn και ενεργό περιπρωκτική νόσο, καθώς και σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα που έχουν υποβληθεί σε ειλεοορθική αναστόμωση πρέπει να προτιμάται η καισαρική τομή, λόγω του κινδύνου δημιουργίας ορ­θοκολπικών συριγγίων και κάκωσης του σφιγκτήρα του πρωκτού αντίστοιχα που ενέχει η διενέργεια φυσιολογικού τοκετού και περινεοτομής.

Θηλασμός

Υπάρχει σχετικός προβληματισμός σχετικά με την δυνατότητα των λεχωίδων που λαμβάνουν αγωγή με φάρμακα κατά των ΙΦΕΝ να θηλάζουν με ασφάλεια τα νεογνά τους. Γυναίκες που βρίσκονται υπό αγωγή με σαλικυλικά και κορτικοστεροειδή θεωρείται ότι μπορούν να θηλάζουν. Αντίθετα, ο θηλασμός δε συνιστάται στην περίπτωση μη­τέρων που λαμβάνουν ΑΖΑ και 6-ΜΡ καθώς και σε περίπτωση λήψης κυκλοσπορίνης και μεθοτρεξάτης, λόγω του ενδεχόμενου κινδύνου ανοσοκαταστολής, ουδετεροπενίας, και αναστολής της ανάπτυξης του νεογνού.


  

Πίνακας 1. 

Επίδραση της κύησης στην βαρύτητα εκδήλωσης της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου

   

Πορεία της νόσου του εντέρου

 

Φάση της νόσου

Βελτίωση

Σταθερή

Επιδείνωση

Ανενεργός νόσος κατά τη σύλληψη

     
 

Ελκώδης κολίτιδα (n=528)

66

34

 

Νόσος του Crohn (n=186)

73

27

         

Ενεργός νόσος κατά τη σύλληψη

     
 

Ελκώδης κολίτιδα (n=227)

27

24

45

 

Νόσος του Crohn (n=93)

34

32

33

           

 

Πίνακας 2.Η ταξινόμηση σχετικά με την ασφάλεια χορήγησης στην κύηση των συνηθέστερων σκευασμάτων που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των ΙΦΕΝ.

Φαρμακευτική ουσία

Αντιδιαρροϊκά

 

Λοπεραμίδη (Imodium)

 

Χολεστυραμίνη (Questran)

Αμινοσαλυκιλικά

 

Σουλφασαλαζίνη (Salopyrine)

 

Μεσαλαμίνη (Asacol, Salofalk, Pentasa)

 

Ολσαλαζίνη (Dipentum)

Ανοσοκατασταλτικά

 

Αζαθειοπρίνη (Azathioprine)

 

6-μερκαπτοπουρίνη

 

Κυκλοσπορίνη (Ciclosporin)

 

Μεθοτρεξάτη (Methotrexate)

Αναστολέας νέκρωσης όγκου

 

Ινφλιξιμάμπη

Κορτικοστεροειδή

 

 

Περίληψη.

Ο μεγαλοκυτταροϊός (CMV) είναι το συχνότερο αίτιο συγγενούς ιαιμικής λοίμωξης. Υπολο­γίζεται ότι κάθε χρόνο στις Η.Π.Α. ένα ποσοστό 0,2-2,2% των νεογνών παρουσιάζουν συγγενή λοίμω­ξη. Η πιθανότητα σοβαρής νεογνικής νόσου είναι μεγαλύτερη μετά από πρωτοπαθή λοίμωξη της μη­τέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η μετάδοση του CMV μπορεί να γίνει στη διάρκεια της εγκυμοσύ­νης, στον τοκετό ή στη λοχεία. Τ α νεογνά με συγγενή λοίμωξη από CMV μπορεί να γεννηθούν με κλινικές εκδηλώσεις ή να είναι ασυμπτωματικά. Η λοίμωξη από CMV χαρακτηρίζεται από χρόνια νοσηρότητα λόγω νευροαισθητήριας απώλειας της ακοής, διανοητικής καθυστέρησης, βλάβης του ΚΝΣ, χοριοαμ­φιβληστροειδίτιδας και σπασμών. Η διάγνωση της λοίμωξης από CMV στη διάρκεια της εγκυμοσύνης γίνεται με τον προσδιορισμό των ειδικών IgG και IgM αντισωμάτων, όπως και με την ανίχνευση του DΝΑ του ιού στο αμνιακό υγρό. Η διάγνωση της λοίμωξης στο νεογνό γίνεται με την απομόνωση του ιού στα ούρα ή το σίελό του. Υπάρχει σήμερα εμβόλιο αλλά με μικρή ανοσολογική αντίδραση.

Εισαγωγή

Ο μεγαλοκυττροϊός (CMV) θεωρείται σήμερά ότι είναι ο πιο συχνός ιός που προκαλεί συγγενή λοί­μωξη τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Εκτιμάται ότι 0,2-1% περίπου των παιδιών που γεννιούνται ζωντανά έχει μολυνθεί από τον ιό CMV, ο οποίος και αποτελεί την κύρια αιτία αισθη­τικής απώλειας της ακοής σε παιδιά της προσχολικής και της σχολικής ηλικίας. Ο CMV αποτελεί μέλος της οικογένειας των ερπη­τοϊών. Μέλη της οικογένειας των ερπητοϊών αποτελούν ο ιός της ανεμοβλογιάς, του κυπαρο­μεγαλοϊού και του έρπητα. Τα νεογνά μπορεί να προσβληθούν από αυτούς τους ιούς ενδομήτρια, στο τοκετό ή στη λοχεία. Οι κλινικές εκδηλώ­σεις είναι ποικίλες και εξαρτώνται από τη χρονική στιγμή της λοίμωξης, την πηγή της λοίμωξης, τη μητρική ανοσία όπως και από νεογνικούς παρά­γοντες. Οι λοιμώξεις από ερπητοϊό είναι πάντα συμπτωματικές στα νεογνά, με υψηλή νοσηρό­τητα και θνησιμότητα, ακόμη και μετά από κατάλληλη αντιϊκή θεραπεία. Λοιμώξεις από τους ιούς της ανεμοβλογιάς και του CMV μπορεί να είναι συμπτωματικές ή ασυμπτωματικές. Επι­μολυσμένα βρέφη χρειάζονται μακροχρόνια παρακολούθηση για το φόβο καθυστερημένης έ­ναρξης κλινικών εκδηλώσεων. Προσβολή από CMV των υγιών παιδιών και ενηλίκων είναι συ­νήθως ασυμπτωματική. Περιστασιακά η προσβολή χαρακτηρίζεται από μη ειδικά συμπτώματα γρίπης. Σε επιμολυσμένα άτομα ο ιός μπορεί να απομονωθεί από τις περισσότερες σωματικές εκκρίσεις, όπως ούρα, σάλιο, κολποτραχηλικές εκκρίσεις, σπέρμα, αίμα, δάκρυα και μητρικό γά­λα. Μετά τη νεογνική περίοδο η μετάδοση γίνεται με άμεση ή έμμεση επαφή με μολυσμένες εκκρίσεις.

cmv2Επιδημιολογία

Η συχνότητα της λοίμωξης από CMV εξαρτάται από την ηλικία, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και τη φυλή. Κάτοικοι αναπτυσσόμενων χωρών έχουν υψηλότερα ποσοστά οροθετικότητας από κατοίκους ανεπτυγμένων χωρών. Σε κάποια μέ­ρη της Αφρικής η οροθετικότητα αγγίζει το80%-90% μέχρι την ηλικία των 10 ετών, ενώ α­ντίθετα στις ΗΠΑ και Μ. Βρετανία η οροθετικότητα είναι μικρότερη του 20% μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο συνδυάζεται με υψηλότερα ποσοστά οροθετικό­τητας. Σε μια μεγάλη μελέτη με 16.000 γυναίκες περίπου το 35% των γυναικών από τα υψηλότε­ρα κοινωνικοοικονομικά στρώματα ήταν οροθετικές για CMV, ενώ αντίθετα ήταν οροθετι­κές το 77% των γυναικών από τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Το ποσοστό της πρωτοπαθούς λοίμωξης ανά έ­τος υπολογίζεται στο 6,8% μεταξύ γυναικών με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ενώ το α­ντίστοιχο ποσοστό είναι μόνο 2,5% μεταξύ αυτών με υψηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Ο τρόπος ανατροφής των παιδιών, ο συγχρωτι­σμός, η υγιεινή και η σεξουαλική συμπεριφορά μπορεί να εξηγήσουν αυτή τη διαφορά. Η φυλή επίσης φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο στη συ­χνότητα μετάδοσης της λοίμωξης με CMV. Σε μια μελέτη που περιελάμβανε 3400 γυναίκες η ο­ροθετικότητα ήταν μεγαλύτερη στις μαύρες από ότι στις λευκές γυναίκες.
Ο CMV είναι το συχνότερο αίτιο συγγενούς ιαιμικής λοίμωξης. Υπολογίζεται ότι ετησίως στις ΗΠΑ ένα ποσοστό 0,2-2,2% των νεογνών παρου­σιάζουν συγγενή λοίμωξη, ένα ποσοστό που αντιστοιχεί σε 10.000-80.000 προσβεβλημένα παιδιά κάθε χρόνο. Η πιθανότητα σοβαρής νεογνικής νόσου είναι μεγαλύτερη μετά από πρω­τοπαθή λοίμωξη της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Πρωτοπαθής λοίμωξη της μητέρας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ασυνήθης, αλλά όταν όμως συμβεί η πιθανότητα συγγενούς λοίμωξης είναι αρκετά μεγάλη (21-92%). Τα πε­ρισσότερα νεογνά που γεννιούνται με συγγενή λοίμωξη, αυτή προκύπτει λόγω αναζωπύρωσης λανθάνουσας μητρικής νόσου. Επαναμόλυν­ση της εγκύου με νέο στέλεχος του ιού, μπορεί να συμβεί στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά σπάνια αυτή η επιμόλυνση προκαλεί συγγενή νε­ογνική λοίμωξη.

Επιπτώσεις συγγενούς λοίμωξης στο νεογνό

Τα νεογνά με συγγενή λοίμωξη από CMV μπο­ρεί να γεννηθούν με κλινικές εκδηλώσεις ή να είναι ασυμπτωματικά. Μόνο το 10% των προσβεβλη­μένων παιδιών παρουσιάζουν συμπτώματα κατά τη γέννηση τους. Η κλινικά εμφανής συγγενής λοί­μωξη χαρακτηρίζεται από πετέχειες, ηπατοσπληνομεγαλία, ίκτερο, μικροκεφαλία, χο­ριοαμφιβληστροειδίτιδα, και σπασμούς αμέσως μετά τη γέννηση ή την άμεση νεογνική περίοδο. Δεν είναι σπάνιο νεογνά με συγγενή λοίμωξη να γεννηθούν πρόωρα ή μικρού βάρους για την ηλικία κύησης. Πολλά από τα παιδιά αυτά παρου­σιάζουν χρόνια νοσηρότητα λόγω νευροαισθητήριας απώλειας της ακοής (25-65%), διανοητική καθυστέρηση (47-61%), νευρομυϊκές διαταραχές (34-49%), χοριοαμφιβληστροειδίτιδα (12-22%) και σπασμούς (11%). Η απώλεια της ακοής έχει διπλάσια πιθανότητα να εμφανι­στεί σε χαμηλού βάρους παιδιά ή παιδιά που παρουσιάζουν πετέχειες ή ηπατοσπληνομεγαλία, από ό,τι στα παιδιά χωρίς αυτά τα ευρήματα. Η νευροαισθητήρια απώλεια της ακοής είναι το πιο συχνό εύρημα σε ασυμπτωματικά νεογνά με συγγενή λοίμωξη. Σε ένα ποσοστό 18% η απώ­λεια της ακοής δεν παρατηρείται αμέσως, αλλά εμφανίζεται 5-6 χρόνια μετά τη γέννηση. Μεταξύ των παιδιών με νευροαισθητήρια απώ­λεια της ακοής το 23% παρουσιάζει υφέσεις και εξάρσεις, ενώ στο 50% παρατηρείται προοδευ­τική επιδείνωση.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός, ότι στο 40% των παιδιών με αγνώστου αιτιολογίας νευροαισθητή­ρια απώλεια της ακοής, ανιχνεύτηκε DΝΑ του ιού CMV. Σήμερα πολλοί συνδυάζουν τις νεογνικές δοκιμασίες ακοής με δοκιμασίες ανίχνευσης του CMV, ώστε έγκαιρα να αντιμετωπίζονται και να παρακολουθούνται αυτά τα παιδιά που πράγματι έχουν μεγάλο κίνδυνο απώλειας της ακοής τους. Οι διανοητικές επιπτώσεις της συγγενούς α­συμπτωματικής CMV λοίμωξης είναι υπό συζήτηση. Μερικοί υποστηρίζουν ότι οι διαταρα­χές μάθησης, προσοχής και γενικά προβλημάτων στο σχολείο είναι μεγαλύτερες κατά 2,7 φορές, σε παιδιά με ασυμπτωματική συγγενή λοίμωξη από CMV. Εν τούτοις πιο πρόσφατες έρευνες έ­δειξαν φυσιολογικούς δείκτες διανοητικής κατάστασης σε παιδιά σχολικής ηλικίας με ασυ­μπτωματική λοίμωξη, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτά είχαν φυσιολογική ακοή.

Μόλυνση του εμβρύου ή του νεογνού

Η μετάδοση του CMV μπορεί να γίνει κατά τη διάρ­κεια της εγκυμοσύνης, κατά τον τοκετό ή και κατά τη λοχεία. Σε μια μελέτη 16.000 εγκύ­ων γυναικών, 1,6-3,7% από αυτές νόσησε από πρωτοπαθή λοίμωξη. Το 32-39% των γυναικών που μολύνθηκαν μετέδωσαν τον ιό στο νεογνό κα­τά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Από τα μη μολυνθέντα έμβρυα στη διάρκεια της εγκυμοσύ­νης το 60% μολύνθηκαν στη διάρκεια του τοκετού, λόγω έκθεσης σε μολυσμένες εκκρίσεις του γεν­νητικού σωλήνα, ή στην λοχεία μέσω του μητρικού θηλασμού. Το μητρικό γάλα είναι μια συνήθης πηγή μετάδοσης του ιού. Μεταξύ των ο­ροθετικών γυναικών, μια λανθάνουσα λοίμωξη μπορεί να ενεργοποιηθεί στη λοχεία με συνέπεια την παρουσία του ιού στο γάλα. Η συ­χνότητα απομόνωσης του ιού από το μητρικό γάλα εξαρτάται από τον τύπο του γάλατος και τη διαγνωστική τεχνική που χρησιμοποιούμε για την ανίχνευση του ιού.

Ο CMV ανιχνεύεται στο πύαρ και το γάλα με καλ­λιέργεια του ιού ή με PCR σε συχνότητα 0,6-20% και 25-96% αντίστοιχα. Η ύπαρξη του CMV στο μητρικό γάλα είναι σύντομη και διαλείπουσα. Η μεγαλύτερη πιθανότητα ανίχνευσης του ιού στο γάλα είναι μεταξύ 2-5ης και 12ης εβδομάδας με­τά τον τοκετό. Η φύλαξη τον μητρικού γάλακτος επηρεάζει τη μολυσματικότητα του ιού. Μολυσμα­τικά τμήματα του ιού μπορούν να επιβιώσουν σε παγωμένο γάλα στους -20 έως 4 βαθμούς Κελ­σίου για 10 ημέρες, ενώ η ψύξη στους -15 για τουλάχιστον 24 ώρες φαίνεται ότι μειώνει σημα­ντικά τη μολυσματικότητα. Η παστερίωση αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τη μολυσματικό­τητα του ιού αλλά μειώνει τη θρεπτική αξία του γάλακτος. Υπάρχει διχογνωμία σχετικά με την πιθανότητα μόλυνσης ενός προώρου νεογνού α­πό το μητρικό γάλα. Υψηλό ποσοστό μετάδοσης βρέθηκε σε πρόωρα βρέφη <1500 γρ. ή νεογέννητα <32 εβδομάδων κύησης. Περίπου 59% των βρεφών που μολύνθηκαν είχαν συ­μπτώματα ηπατίτιδας, πνευμονίτιδας, ουδετεροπενία, θρομβοκυτταροπενία και σήψη. Αντίθετα άλλοι ερευνητές βρήκαν ότι μόνο το 10% αυτών των βρεφών μολύνθηκε μέσω του μη­τρικού γάλακτος και ότι όλα τα μολυσμένα νεογνά ήταν ασυμπτωματικά.

Σε πρόωρα νεογνά που γεννήθηκαν από οροαρ­νητικές μητέρες, η μετάγγιση με προϊόντα αίματος μολυσμένα με CMV συνδέεται με συμπτωματική και απειλητική για τη ζωή λοίμωξη που χαρακτη­ρίζεται από: πνευμονία, ηπατίτιδα, αναιμία και θρομβοκυτταροπενία. Παράγοντες που αυξάνουν τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα σ’ αυτά τα πε­ριστατικά είναι: το χαμηλό βάρος γέννησης, η προωρότητα και η λήψη >50ml συμπυκνωμένων ερυθροκυττάρων. Για την αποφυγή αυτής της λοί­μωξης, τα νεογνά με βάρος <1200 γρ. σε περίπτωση που χρειάζονται μετάγγιση, αυτή πρέ­πει να γίνεται με αίμα από οροαρνητικούς δότες.

Προγεννητική διάγνωση λοίμωξης από CMV

Η διάγνωση της λοίμωξης από CMV στη διάρκεια της εγκυμοσύνης γίνεται με τον προσδιορισμό των ειδικών IgG και IgM αντισωμάτων. Γίνεται επίσης με την απομόνωση του ιού με καλλιέργεια ή α­νίχνευση του DΝΑ του ιού με PCR.
Πρέπει να τονιστεί ότι το υπερηχογράφημα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει περιορισμένη χρησιμότητα στη διάγνωση συγγενούς λοίμωξης α­πό CMV. Υπερηχογραφικά ευρήματα ενδεικτικά συγγενούς CMV λοίμωξης βρίσκονται στο 22% των περιπτώσεων, ενώ 19% των μολυσμένων εμβρύων με νευρολογικές διαταραχές μετά τη γέν­νηση τους, έχουν φυσιολογικό υπερηχογράφημα.

Διάγνωση της συγγενούς λοίμωξης στο νεογνό

Η διάγνωση της συγγενούς λοίμωξης γίνεται με την απομόνωση του ιού τις 3 πρώτες εβδομάδες μετά τον τοκετό, από τα ούρα ή το σίελο του νεογνού. Πρόσφατες τεχνικές έχουν αναπτυχθεί για την έγκαιρη διάγνωση (εντός 24-48 ωρών), της ύπαρξης του ιού στα προαναφερόμενα υγρά. Η ευαισθησία αυτών των τεχνικών φθάνει το 87­100% και η ειδικότητα αγγίζει το 98-100%.
Επιπλέον μέθοδος για τη διάγνωση της νεογνι­κής λοίμωξης είναι α) η αναζήτηση των ειδικών IgM αντισωμάτων στα ούρα του νεογνού και β) η ανίχνευση του DΝΑ του ιού με τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) στο αίμα και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό του νεογνού.
Η ακρίβεια αυτών των μεθόδων ποικίλλει ανάλογα με την εμπειρία του εργαστηρίου.

Θεραπεία

Η θεραπεία της νεογνικής λοίμωξης από CMV έχει αξιολογηθεί μόνο σε νεογνά με συγγενή λοίμω­ξη που παρουσίασαν συμπτώματα από το ΚΝΣ. Η πρώτη έρευνα παρεντερικής χορήγησης γκαν­σικλοβίρης (ganciclovir) έγινε σε 47 νεογνά. Αυτή η μελέτη έδειξε μία ποσοτική μείωση του αποβα­λόμενου ιού στα ούρα αυτών των νεογνών. Το19% των παιδιών όμως διέκοψαν τη θεραπεία λό­γω τοξικότητας. Οι εμφανιζόμενες παρενέργειες ήταν η ουδετεροπενία, η θρομβοπενία, η αναιμί­α, η νεκρωτική εντεροκολίτιδα, η διάρροια και τα υψηλά ηπατικά ένζυμα. Βελτίωση ή και σταθερο­ποίηση της ακοής παρατηρήθηκε και επιβεβαιώθηκε με εγκεφαλικώς προκαλούμενη α­πάντηση. Γενικά τα 2/3 των υπό θεραπεία παιδιών αναπτύσσουν σημαντική ουδετεροπενία, αναγκάζοντας την τροποποίηση της δόσης η τη συμπληρωματική θεραπεία με παράγοντες ενερ­γοποίησης του μυελού.

Η ανάπτυξη εμβολίου ενάντια στη CMV λοίμω­ξη αποτελεί κύρια προτεραιότητα. Ένα εμβόλιο μικρής λοιμογόνου δύναμης έχει χρησιμοποιηθεί σε οροαρνητικές μητέρες παιδιών με θετική έκ­κριση του ιού στα ούρα τους. Σε αυτή την τυχαιοποιημένη διπλή μελέτη το εμβόλιο έγινε κα­λά ανεκτό και υπήρξε αντίδραση του ορού, όπως και λευκοκυτταρική αντίδραση, αλλά η ανοσολο­γική ανταπόκριση στο εμβόλιο ήταν μικρή. Η προσπάθεια για την παραγωγή του εμβολίου με καλύτερη ανοσολογική ανταπόκριση συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Επιδημιολογικές μελέτες σε όλο τον κόσμο με τη βοήθεια μοριακών τεχνικών δείχνουν αναμφισβήτητα την κα­θοριστική σημασία των ιών των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) στην ανάπτυξη ακανθοκυτταρικού καρκινώματος του τραχήλου της μήτρας. Δεκατρείς τύποι HPV (13-16-18-31-33-35-40-42-45-52-58-59-68) θεωρούνται υπεύθυνοι για την ανάπτυξη καρκινωμάτων, και υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων πλακώδους επιθηλίου του τρα­χήλου μήτρας και ονομάζονται υψηλού κινδύνου (HPV ΥΚ). Η χρονίως παραμένουσα λοίμωξη από HPV ΥΚ θεω­ρείται ότι αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο τραχηλικής νεοπλασίας του πλακώδους επιθηλίου. Αντίθετα η HPV λοί­μωξη σε νεαρές γυναίκες 15-23 είναι ιδιαίτερα συχνή (αθροιστικά μέχρι 80%) και έχει παροδικό χαρακτήρα. Το test Παπανικολάου συνέβαλε ουσιαστικά στη μείωση των κρουσμάτων του τραχηλικού καρκίνου, εν τούτοις τα αποτε­λέσματα πρόσφατων ερευνών δείχνουν ότι η ευαισθησία του δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής σήμερα για την αποτελεσματική πρόληψη του τραχηλικού καρκίνου και πρέπει να συμπληρωθεί με τον έλεγχο του ΗΡV DNA με PCR. Ειδικότερα, σύμφωνα με πρόταση ειδικής επιτροπής του FDA των ΗΠΑ, το HPV DNA οφείλει να είναι πρωταρχι­κό εργαλείο μαζικού ελέγχου σε συνδυασμό με το test Παπανικολάου, σε γυναίκες άνω των 30 ετών ώστε να εντο­πισθεί η ομάδα αυτή των γυναικών η οποία έχει χρονίως υποστεί τη δράση των HPV ΥΚ και να ελεγχθεί με κολπο­σκόπηση και βιοψία. Αντίθετα σε γυναίκες κάτω των 30 ετών το πρωταρχικό εργαλείο μαζικού ελέγχου οφείλει να είναι το test Παπανικολάου δεδομένου ότι ο στόχος είναι η σύλληψη και αντιμετώπιση γυναικών με αλλοιώσεις στον τράχηλο της μήτρας και όχι η παρουσία ή μη των συχνών, ευκαιριακών και συνήθως πρόσφατων HPV λοιμώξεων. Ο έλεγχος του HPV DNA είναι ιδιαίτερα χρήσιμος στην αντιμετώπιση και παρακολούθηση της ομάδος ASCUS, σε περιπτώσεις ασυμφωνιών μεταξύ κυτταρολογικής εξέτασης, κολποσκόπησης και βιοψίας, καθώς και στην εκτίμηση της πιθανότητας υποτροπής μετά από θεραπευτική αφαίρεση της βλάβης. Στην αποτελεσματικότερη πρόληψη του τραχηλικού καρκίνου συμβάλλουν ουσιαστικά ο εντοπισμός και αντιμετώπιση των συμπαραγόντων στην ανάπτυξη του και ιδίως της λοίμωξης από ερπητοϊούς και χλαμύδια, η ανίχνευση των οποίων μπορεί να γίνει στο εναιώρημα των κολποτραχηλικών κυττάρων ταυτόχρονα με τον έλεγχο του HPV DNA. Τέλος στην ομάδα των νεαρών γυναι­κών πολύτιμη αναμένεται να είναι η συμβολή του εμβολίου, το οποίο παρέχει προστασία από τους ογκογόνους τύ­πους HPV 16 και 18 που αποτελούν το 70% των τύπων που σχετίζονται με τραχηλική νεοπλασία πλακώδους επιθη­λίου.

ΕΙΣΑΓΩΓΉ

Δομή και οργάνωση των HPV

Οι ιοί των ανθρωπίνων θηλωμάτων (human papil1omaνiruses-HPV) αποτελούνται από κυκλικό, δίκλωνο DNA μή­κους 8 kb περίπου, το οποίο περιβάλλεται από εικοσαεδρικό πρωτεϊνικό καψίδιο με 72 καψομερίδια. Οι HPV στε­ρούνται περιβλήματος (envelope) και είναι κατά συνέπεια ανθεκτικοί σε υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες.
Η τυποποίηση των HPV στηρίζεται στις διαφορές του γονιδιώματος τους με βάση τις οποίες έχουν απομονωθεί περισσότεροι από 100 διαφορετικοί τύποι. Μέχρι σήμερα εθεωρούντο ως νέοι τύποι HPV εκείνοι που με σταυρωτή υβριδοποίηση σε υγρή φάση παρουσίαζαν μικρότερη από 50 % ομολογία του γονιδιώματος με τους υπάρχοντες τύ­πους. Όμως στο πρόσφατο συμπόσιο για τους ιούς των θηλωμάτων που έγινε στο Seattle το 1991 αποφασίστηκε ότι για να αναγνωρισθεί ένας τύπος ως νέος θα πρέπει να κλωνοποιηθεί όλο το γονιδίωμα του και η αλληλουχία ορισμένων περιοχών (Ε6, L1 και URR) του τελευταίου να εμφανίζει μικρό­τερη του 90% ομολογία με τους γνωστούς τύπους. Οι διάφοροι τύποι των HPV διακρίνονται σε υπότυπους με βάση τις διαφορές που παρατηρούνται στην συμπεριφορά των τελευταίων κατά την ηλεκτροφόρηση, μετά από διάσπαση του γονιδιώματος με περιοριστικά ένζυμα.
Τα γονίδια των HPV διακρίνονται σε πρώιμα και όψιμα ανάλογα με το χρονικό σημείο έκφρασης τους κατά την εισβολή των ιών στα κύτταρα στόχους. Τα πρώιμα γονίδια είναι 6-8 (Ε1-Ε8) εκφράζονται αμέσως με­τά την είσοδο των HPV στα κύτταρα και κωδικοποιούν πρωτεΐνες απα­ραίτητες για την αντιγραφή του DNA των ιών και για την εξαλλαγή των κυττάρων. Τα όψιμα γονίδια είναι δύο (L1 και L2), κωδικοποιούν δο­μικές πρωτεΐνες του καψιδίου και εκφράζονται στα τελικά στάδια του κύ­κλου του ιού. Πριν από τα γονίδια Ε6 και Ε7 υπάρχει περιοχή με νου­κλεοτιδικές αλληλουχίες οι οποίες ρυθμίζουν τη μεταγραφή και την έ­ναρξη αντιγραφής του DNA. Η περιοχή αυτή ονομάζεται ανοδικός ρυθ­μιστής ανάγνωσης (upstream reading regulator -URR).

ΒΙΟΛΟΓΙΑ HPV ΛΟΙΜΩΞΗΣ

Οι HPV προσβάλλουν το πλακώδες επιθήλιο του δέρματος και των βλεννογόνων, αυξάνουν τη μιτωτική του δραστηριότητα και προκαλούν την εμφάνιση διαφόρων αλλοιώσεων, η φύση των οποίων εξαρτάται από την περιοχή του σώματος και τον τύπο των HPV. Οι HPV προσβάλλουν κατά κύριο λόγο τα κύτταρα της βασικής στιβάδας σε περιοχές όπου αυ­τά είναι εκτεθειμένα, όπως στην μεταβατική ζώνη του τραχήλου της μή­τρας, και σε μικροδιαβρώσεις του επιθηλίου. Για την είσοδο του ιού στο βασικό κύτταρο σημαντική είναι η αλληλεπίδραση του με τις μεμβρανι­κές ιντεγκρίνες α6β4. Η έκφραση των πρώιμων γονιδίων των ιών, τα ο­ποία ρυθμίζουν την σύνθεση του ιϊκού DNA, επιτελείται στα κύτταρα της βασικής στιβάδας, ενώ τα όψιμα γονίδια που κωδικοποιούν τις πρωτεΐνες του καψιδίου εκφράζονται στα ανώτερα στρώματα του επιθηλίου.

Τα κύτταρα του επιθηλίου που έχουν προσβληθεί από HPV παρου­σιάζουν ορισμένη μορφολογία γνωστή ως κοιλοκυττάρωση, η οποία χαρακτηρίζεται από διαυγές πρωτόπλασμα και πυκνοχρωματικόπυρήνα. Η κοιλοκυττάρωση είναι αποτέλεσμα της διάσπασης των κερα­τινών του κυτταροπλάσματος από την υπερπαραγόμενη ιϊκή πρωτεΐνη Ε4 στα μεσαία και ανώτερα κύτταρα του πλακώδους επιθηλίου. Τα κοιλο­κύτταρα επομένως είναι ένδειξη ενεργού πολλαπλασιασμού του ιού και σχεδόν παθογνωμονικό μορφολογικό χαρακτηριστικό της HPV λοίμω­ξης. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι μορφολογία που ομοιάζει με κοι­λοκυττάρωση μπορεί να προκληθεί και από άλλους παράγοντες, όπως η παρουσία γλυκογόνου, ορμονικές επιδράσεις και τραχηλίτιδες, ιδίως από χλαμύδια.

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ HPV

Οι HPV ταυτοποιούνται με μοριακή ανίχνευση του γενετικού τους υλικού. Οι σπουδαιότερες τεχνικές ανίχνευ­σης των HPV στην κλινική πρακτική είναι η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) και η τεχνική του in situ υβριδισμού. Η τεχνική PCR μπορεί εύκολα να εφαρμοσθεί σε κύτταρα τα οποία λαμβάνονται με ειδικό βουρτσάκι από την περιοχή της μεταβατικής ζώνης του τραχήλου. Τα πλακώδη κύτταρα της επιφανείας του τραχήλου που λαμ­βάνονται περιέχουν μεγάλο αριθμό ιών γεγονός που καθιστά εύκολη την ανίχνευση του ιού με την ενισχυτική ικα­νότητα της PCR7.

Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR)

Η τεχνική PCR είναι η πλέον ευαίσθητη μέθοδος ανίχνευσης των HPV, δεδομένου ότι βασίζεται στην ενίσχυση του αριθμού των αντιγράφων του υπάρχοντος ιϊκού DNA με εκκινητές (primers) κατά χιλιάδες φορές, με αποτέλεσμα την εύκολη ανίχνευση του. Η τεχνική ΡCR εφαρμόζεται άριστα σε κύτταρα που λαμβάνονται από την περιοχή, πρωτίστως πέριξ της μεταβατικής ζώνης και ευρύτερα από τον εξωτράχηλο και ενδοτράχηλο καθώς και σε τραχηλικές βιοψίες φρέσκου ιστού ή μονιμοποιη­μένου και σε παραφίνη. Για αρχικό έλεγχο (screening) εφαρμόζονται μείγμα­τα εκκινητών έναντι του γονιδίου L1 που καλύπτουν 42 τύπους, ενώ για το δια­χωρισμό σε ομάδες χαμηλού και υψηλού κινδύνου εφαρμόζεται μείγμα εκκι­νητών έναντι των πρώιμων γονιδίων Ε2 – Ε7.

In situ υβριδισμός

Ο in situ υβριδισμός εφαρμόζεται σε βιοψίες και κωνοειδείς εκτομές καθώς και σε επιχρίσματα κυττάρων τραχήλου. Η τεχνική του in situ υβριδισμού εί­ναι η μόνη η οποία εντοπίζει τον ιό μέσα στο κύτταρο στο οποίο βρίσκεται και για το λόγο αυτό παρέχει σημαντικές μορφολογικές πληροφορίες, όπως ποια και πόσα κύτταρα εμφανίζουν λοίμωξη από τον ιό, σε ποιο υποκυτταρικό δια­μέρισμα (πυρήνα ή κυτταρόπλασμα) ευρίσκεται ο ιός και τι είδους ανωμαλίες συνοδεύουν την παρουσία του ιού (υπερπλασία, δυσπλασία κλπ). Τέλος ο in situ υβριδισμός είναι η μοναδική τεχνική που μπορεί να μας πληροφορήσει α­ξιόπιστα σε ποια κατάσταση ευρίσκεται το ιϊκό DNA δηλαδή αν ευρίσκεται σε επισωματική (εξωχρωμοσωμική) μορφή και επομένως πολλαπλασιάζεται α­νεξάρτητα του κυτταρικού DNA, ή αν ευρίσκεται ενσωματωμένη μορφή στο DNA του κυττάρου ξενιστού, οπότε δεν έχει πλέον δυνατότητα ανεξάρτητου πολλαπλασιασμού και πολλαπλασιάζεται παθητικά μαζί με το κυτταρικό DNA. Η παρουσία ενσωματωμένου ιού έχει ως συνέπεια υψηλό κίνδυνο εξέλιξης της δυσπλασίας σε διηθητικό καρκίνωμα και για το λόγο αυτό απαι­τείται άμεση θεραπευτική παρέμβαση.

Σύλληψη του υβριδίου (Hybrid Capture II)

Η τεχνική σύλληψης του υβριδίου, εφαρμόζεται σε εναιώρημα τραχηλικών κυττάρων ή δείγματα βιοψίας φρέσκου ιστού και μπορεί να ανιχνεύσει 13 τύ­πους υψηλού κινδύνου και 5 τύπους χαμηλού κινδύνου. Η μέθοδος αυτή χρη­σιμοποιεί μείγματα RNA probes για τους παραπάνω τύπους υψηλού και χα­μηλού κινδύνου τα οποία είναι προσκολλημένα σε σταθερό υπόστρωμα (microwell format). Η ανίχνευση του υβριδίου γίνεται με αντισώματα έναντι του υβριδί­ου RNA:DNA συνδεδεμένα με αλκαλική φωσφατάση και ακολούθως με χημειοφωταύγεια η οποία ποσοτικοποιεί­ται. Η μέθοδος έχει σημαντική ευαισθησία αλλά είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ ασθενώς θετικών και αρνητικών δειγμάτων με αποτέλεσμα να καταγράφονται ψευδώς θετικά δείγματα.

HPV ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΡΑΧΉΛΟΥ ΜΗΤΡΑΣ

Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας παρά τη δραματική μείωση της συχνότητας του με την εφαρμογή του test Πα­πανικολάου, παραμένει ο δεύτερος σε συχνότητα στις γυναίκες παγκοσμίως. Ειδικότερα υπολογίζεται ότι ετησίως θα αναπτύξουν καρκίνο τραχήλου 500.000 περίπου γυναίκες σε όλο τον κόσμο. Σημαντική για την ανάπτυξη του καρκίνου του τραχήλου είναι η χρονίως παραμένουσα λοίμωξη από ορισμένα στελέχη HPV τα οποία ονομάζονται υψηλού κινδύνου (ΥΚ HPV). Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες στο 90-99% των καρκινωμάτων τραχήλου μήτρας α­νιχνεύεται DNA των HPV ΥΚ. Στους HPV ΥΚ ανήκουν οι τύποι 13-16-18-31-33-35-40-42-45-52-58-59-68, οι οποί­οι προκαλούν καρκινώματα, χαμηλού και υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις πλακώδους επιθηλίου (low grade squamous intraepithelial lesion, L-SIL και high-grade squamous intraepithelial lesion, H-SIL). Αντίθετα, οι τύ­ποι 6,11,42,43 και 44 προκαλούν καλοήθεις εξωφυτικές αλλοιώσεις (κονδυλώματα) ή μόνο ελαφρού βαθμού δυ­σπλασίες και θεωρούνται χαμηλού κινδύνου για ανάπτυξη κακοηθείας.

Φυσική πορεία HPV λοίμωξης

Κατά την περίοδο έναρξης των σεξουαλικών επαφών οι περισσότερες από τις HPV λοιμώξεις έχουν παροδικό χαρακτήρα. Στην ομάδα νέων γυναικών 15-23 ετών παρατηρούνται υψηλά ποσοστά λοίμωξης από HPV (αθροιστι­κά μέχρι 80% περίπου των νεαρών γυναικών), η οποία όμως έχει παροδικό χαρακτήρα. Ειδικότερα στο 70% των περιπτώσεων με HPV ΥΚ και σε περισσότερων των 90% HPV XK η λοίμωξη, με τη βοήθεια των ανοσολογικών μη­χανισμών υποχωρεί εντός 3 ετών. Η χρονίως παραμένουσα λοίμωξη σε ένα μικρό ποσοστό γυναικών από στελέχη HPV ΥΚ είναι αυτή που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για ανάπτυξη σοβαρών προκαρκινικών αλλοιώσεων και διηθητικού ακανθοκυτταρικού καρκινώματος τραχήλου μήτρας.

Μαζικός έλεγχος για καρκίνο τραχήλου – Έλεγχος HPV

Η κυτταρολογική εξέταση με τη μορφή του test Παπανικολάου συνέβαλε αποφασιστικά στη μείωση των κρου­σμάτων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Η ευαισθησία όμως της κυτταρολογικής εξέτασης σήμερα δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου. Σύμφωνα με μελέτη μεγάλου αριθμού περιπτώσεων, στην εντόπιση της δυσπλασίας υψηλού βαθμού (HSIL) η συμβατική κυτταρολογική εξέταση έχει ευ­αισθησία 68.1% και η κυτταρολογία υγρής φάσης 87.8% ενώ ο συνδυασμένος έλεγχος του HPV DNA με το test Πα­πανικολάου σχεδόν 100%
Η Επιτροπή Φαρμάκων και Τροφίμων των ΗΠΑ (FDA) το Μάρτιο του 2003, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πρόσφα­τες μελέτες μαζικού ελέγχου προτείνει την καθιέρωση του ελέγχου του HPV DNA ως κύριου εργαλείου μαζικού ε­λέγχου σε γυναίκες ηλικίας άνω των 30 ετών σε συνδυασμό βεβαίως με το Pap test.

Ο έλεγχος του ΗΡV DNA προτείνεται να επαναλαμβάνεται κάθε 3 έτη. Η λογική της πρότασης έγκειται στο γε­γονός ότι η HPV λοίμωξη σε γυναίκες αυτής της ηλικίας αποτελεί την χρονίως παραμένουσα, η οποία αποτελεί το κύριο υπόβαθρο στην ανάπτυξη επιθηλιακής νεοπλασίας τραχήλου. Ο έλεγχος του HPV DNA σε συνδυασμό με το Pap test προσφέρει ευαισθησία 100% και σχεδόν 100% αρνητική προβλεπτική αξία στην ανίχνευση προκαρκινικών αλλοιώσεων και καρκίνου τραχήλου. Αντίθετα ο έλεγχος του HPV DNA δεν συνιστάται ως πρωταρχικό εργαλείο μαζικού ελέγχου σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 30 ετών λόγω του υψηλού ποσοστού και της παροδικής φύσης των HPV λοιμώξεων σε αυτή την ομάδα πληθυσμού. Το Paptest αντίθετα θεωρείται ιδανικό για την ομάδα γυναικών κάτω των 30 ετών δεδομένου ότι θα εντοπίσει τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες έχει δημιουργηθεί βλάβη και χρή­ζει περαιτέρω διερευνήσεως με κολποσκόπηση και βιοψία.

Η μονήρης κυτταρολογική εξέταση βεβαίως δεν είναι επαρκής για την ανίχνευση των σοβαρών προκαρκινικών αλλοιώσεων τραχήλου. Αποτελεσματική παρακολούθηση και πρόληψη επιτυγχάνεται σήμερα μόνο με την κυκλική εφαρμογή ολοκληρωμένου συστήματος που περιλαμβάνει το Pap test σε συνδυασμό με τον έλεγχο του HPV DNA, την κολποσκόπηση και ιστολογική εξέταση της βιοψίας και την θεραπεία της προκαρκινικής αλλοίωσης.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ HPV DNA ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ ASCUS

Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατες μελέτες, ο έλεγχος του HPV DNA είναι πολύ χρήσιμος για τη σωστή αξιολόγη­ση και διαχείριση των διφορούμενων κυτταρολογικών διαγνώσεων. Μια από τις μεγαλύτερες μελέτες είναι αυτή που διεξήχθη από το Εθνικό Καρκινικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ (NCI) γνωστή ως ASCUS Low grade Triage study (ALTS). Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής αφορούσαν κυρίως την κυτταρολογική ομάδα ASCUS (Atypical Squamous Cel1s of Undetermined Significance), δεδομένου ότι για την αντιμετώπιση των διαγνώσεων LSIL η ανί­χνευση HPV δεν είχε καμία σημασία δεδομένου ότι η παρουσία των υψηλού κινδύνου HPV ήταν πολύ υψηλή (70­-80%) και δεν μπορούσε να χρησιμεύσει πρακτικά ως κριτήριο παραπομπής σε κολποσκόπηση. Η ομάδα ASCUS εί­ναι μια ετερογενής ομάδα, η οποία σε ποσοστό 5-17% αντιστοιχεί σε CIN2/3 και κατά 1% σε διηθητικό ακανθοκυτ­ταρικό καρκίνωμα τραχήλου. Ο έλεγχος του HPV DNA για παρουσία ογκογόνων ιών (HPV test) στην ομάδα ASCUS οδήγησε το 56% των γυναικών σε κολποσκόπηση και είχε ως αποτέλεσμα την ανίχνευση 96% των περιπτώσεων με σοβαρού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση. Η κολποσκόπηση είχε ευαισθησία 53,6% και η κυτταρολογική εξέταση 54,6% στην ανίχνευση των περιπτώσεων με σοβαρού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση. Τα αποτελέσματα της μελέ­της δείχνουν σαφώς ότι το HPV test για ιούς υψηλού κινδύνου αποτελεί την πλέον αποτελεσματική μέθοδο για την ορθή αξιολόγηση και περαιτέρω αντιμετώπιση των γυναικών με κυτταρολογική διάγνωση ASCUS. Η εξέταση του HPV DNA μπορεί να γίνει στο ίδιο δείγμα που έγινε η αρχική κυτταρολογική εξέταση και να αποφευχθεί έτσι μια άσκοπη επαναληπτική λήψη δείγματος. Σε περίπτωση που η κολποσκόπηση αποβεί αρνητική τότε συνιστάται επα­νάληψη του HPV test μετά από ένα έτος αντί του ελέγχου με Pap testανά 6 μήνες. Σε περιπτώσεις LSIL με κολπο­σκόπηση αρνητική για σοβαρού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση, ο έλεγχος του HPV θα συμβάλλει στην καλλί­τερη αντιμετώπιση και ασφαλέστερη παρακολούθηση της περιπτώσεως. Εκτός από τις παραπάνω εφαρμογές ο έ­λεγχος του ΗΡV DNA είναι χρήσιμος για την παρακολούθηση γυναικών μετά από θεραπεία υψηλού βαθμού ενδο­επιθηλιακής αλλοίωσης, ώστε να ελεγχθεί η παρουσία υπολειμματικής HPV λοίμωξης η οποία σχετίζεται με την πι­θανότητα υποτροπής της νόσου. Τέλος το HPV test θα συμβάλει στην καλλίτερη αντιμετώπιση περιπτώσεων με δια­φορές ευρημάτων μεταξύ κυτταρολογικής εξέτασης, κολποσκόπησης και βιοψίας. Οι εφαρμογές του ελέγχου του HPV DNA αναφέρονται συνοπτικά στον πίνακα 1.

 

Πίνακας 1. Εφαρμογές του ελέγχου του HPV DNA (HPV test)

1

Ως βασική μέθοδος μαζικού ελέγχου (screening) σε γυναίκες άνω των 30 ετών ανά 3ετία σε συνδυασμό με το Pap test.

2

Σε περιπτώσεις με το ASCUS στην κυτταρολογική εξέταση.

3

Σε περιπτώσεις LSIL με αρνητική κολποσκόπηση.

4

Παρακολούθηση ασθενών μετά από θεραπεία υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης πλακώδους επιθηλίου τραχήλου.

5

Σε κάθε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ κυτταρολογικής εξέτασης, κολποσκόπησης και ιστολογικής εξέτασης.

Χαμηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση τραχήλου (LSIL)

Σε περιπτώσεις με κυτταρολογική διάγνωση LSIL ο έλεγχος των τραχηλικών κυττάρων με PCR θα αποκαλύψει κατά 80% περίπου τύπους ΗΡV υψηλού κινδύνου. Η κολποσκόπηση που πρέπει πάντα να επιτελείται σε περιπτώ­σεις LSIL αποκαλύπτει κατά 16% περίπου HSIL (CIN2/3) και κατά 50% CIN1. Σε περίπτωση αρνητικής για HSIL συνιστάται παρακολούθηση με Pap testανά 6 μήνες ή ΗΡV test σε 12 μήνες.

Υψηλού βαθμού ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση τραχήλου (HSIL)

Σε περιπτώσεις με κυτταρολογική διάγνωση HSIL ο έλεγχος του HPV αποκαλύπτει στελέχη υψηλού κινδύνου σε ποσοστό 98,9% περίπου. Η κολποσκόπηση και βιοψία σε ποσοστό 75% επιβεβαιώνουν ιστολογικά την ύπαρξη CIΝ2 ή CIN3. Σε ποσοστό 3% περίπου υποκρύπτεται διηθητικό πλακώδες καρκίνωμα και για το λόγο αυτό συνιστάται προσεκτικός έλεγχος του ενδοτραχήλου.
Σε γυναίκες νεαρής ηλικίας (20-25 ετών), εάν η κολποσκόπηση και η βιοψία δεν αποκαλύψει CIN2/3, μια συντη­ρητικότερη προσέγγιση είναι αποδεκτή. Σε εγκύους, η κολποσκοπικά κατευθυνόμενη βιοψία είναι πάντα προτιμό­τερη για αλλοιώσεις ύποπτες για CIΝ2 ήCIΝ3 ή διηθητικό καρκίνωμα, όμως θεραπευτική αντιμετώπιση είναι μη ­αποδεκτή παρά μόνον εφ’ όσον η βιοψία ιστολογικά θα ταυτοποιήσει διήθηση.

Άτυπα αδενικά κύτταρα

Η παρουσία ατύπων αδενικών κυττάρων στην κυτταρολογική εξέταση είναι σχετικά σπάνια. Η περαιτέρω διε­ρεύνηση των γυναικών θα αποκαλύψει μέχρι 54% SIL, κατά 8% αδενοκαρκίνωμαin situ και μέχρι 9% διηθητικό πλακώδες καρκίνωμα. Η κυτταρολογία τραχήλου έχει γενικά μικρή ευαισθησία στην ανίχνευση των αδενικών αλ­λοιώσεων αλλά και η σημασία της ανίχνευσης του HPV DNA δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί. Στις περιπτώσεις αυ­τές επιβάλλεται η κολποσκόπηση με έλεγχο του ενδοτραχήλου και η λήψη βιοψιών προς ιστολογική εξέταση. Βιο­ψία ενδομητρίου επιτελείται σε γυναίκες άνω των 35 ετών ή και σε νεότερες εφ’ όσον συνυπάρχει και κολπική αι­μόρροια.

ΣΥΜΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΡΑΧΗΛΙΚΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ

Το γεγονός ότι οι HPV υψηλού κινδύνου και ιδιαίτερα ο θεωρούμενος πλέον καρκινογόνος HPV 16 απαντώνται σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σε γυναίκες άνευ ανωμαλιών στον τράχηλο της μήτρας, υποδηλώνει ότι οι ιοί HPV δεν είναι από μόνοι τους επαρκείς για την ανάπτυξη τραχηλικής νεοπλασίας. Απαιτείται επομένως η ταυτόχρονος δρά­ση και άλλων παραγόντων, οι οποίοι συμβάλλουν, επιταχύνουν ή επιβαρύνουν την εξέλιξη προς την ανάπτυξη νεο­πλασίας. Ως συμπαράγoντες θεωρούνται οι λοιμώξεις από ιούς της ομάδας του έρπητος και τα χλαμύδια, η ανοσο­καταστολή (λευχαιμίες, λεμφώματα, ΗΙΥ, ανοσοκατασταλτικά φάρμακα), ψυχολογικοί παράγοντες (άγχος, θυμός πανικός, κατάθλιψη, υπερκόπωση), οι οποίοι πάλιν προκαλούν, ανάλογα με την ένταση και διάρκεια της δράσεώς των, διαφόρου βαθμού ανοσοκαταστολή, το κάπνισμα, ορμονικές επιδράσεις, η πρώϊμος έναρξη σεξουαλικών επα­φών και η πολλαπλότης σεξουαλικών συντρόφων. Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικός συμπαράγoντας πρέπει να θεωρηθεί η χρήση αντισυλληπτικών από του στόματος δεδομένου ότι εκθέτουν κατ’ επανάληψιν τον κολποτραχηλικό σωλήνα σε πληθώρα παθογόνων (ιών και μικροβίων), η επίδραση των οποίων διευκολύνεται από την τοπικά ανοσοκατασταλτική δραστηριότητα των προσταγλανδινών του ανδρικού σπέρματος.

Ερπητοϊοί

Η σημασία των ιών της ομάδος του έρπητα, παρ’ όλον ότι αποτελούν από τους πλέον συχνούς σεξουαλικώς μετα­διδόμενους παθογόνους παράγoντες, στην ανάπτυξη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας δεν έχει διευκρινισθεί.
Ο ιός Epstein-Barr έχει ταυτοποιηθεί τόσο σε λεμφοκύτταρα όσο και σε επιθηλιακά κύτταρα σε διηθητικά καρκι­νώματα τραχήλου.Αναφορικά με τον ιό του απλού έρπητα (HSV), παρατηρήθηκε συνύπαρξη του ΗΡV16 και του HSV σε 6 από τις 8 περιπτώσεις CIΝ3 και διηθητικού καρκινώματος. Σε άλλη μελέτη παρατηρήθηκε ότι ο HSV μπορεί να επιταχύνει τον πολλαπλασιασμό και να επιβαρύνει τα κακοήθη χαρακτηριστικά των κυττάρων, τα οποία πλέον ήταν ικανά για δημιουργία βλαβών ενιέμενα σε αθυμικά ποντίκια.
Σε πρόσφατη μελέτη ο Pisani et al, παρατήρησαν σε κυτταρική σειρά CaSki μολυσμένη μεHPV 16 ότι η περαιτέ­ρω λοίμωξη με HSV-2 είχε ως συνέπεια τον τριπλασιασμό της μεταγραφής των ρυθμιστικών και ογκογόνων γονι­δίων του HPV Ε1, Ε2 και Ε6 και προφανώς την αύξηση της καρκινογόνου δράσης των ιών αυτών.
Τέλος έχει βρεθεί πρόσφατα ότι ο ανθρώπινος ερπητοϊός 6 (HSV6) μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη στα επιθη­λιακά κύτταρα του τραχήλου και να πολλαπλασιάσει τη μεταγραφή των καρκινογόνων γονιδίων Ε6 και Ε7 των HPV.

Χλαμύδια

Τα χλαμύδια (Chlamydia trachomatis) αποτελούν υποχρεωτικώς ενδοκυττάρια και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα βακτηρίδια, τα οποία αποτελούν παράγοντες υπογονιμότητος, αποβολών, εξωμητρίων κυήσεων και φλεγμονώδους πυελικής νόσου. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη τα χλαμύδια ενισχύουν την πιθανότητα ανάπτυξης χρόνιας και πα­ραμένουσας HPV λοίμωξης από στελέχη υψηλού κινδύνου και επομένως αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης τρα­χηλικού καρκίνου. Σε άλλη επίσης πρόσφατη μελέτη καλλιέργειας ινοβλαστικών κυττάρων παρατηρήθηκε αύξηση της έκφρασης του ογκογονιδίου c-myc μετά από λοίμωξη των κυττάρων αυτών από χλαμύδια και επομένως θεωρεί­ται ιδιαιτέρως πιθανό ότι η λοίμωξη του τραχήλου από χλαμύδια μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη νεοπλασίας τραχήλου μήτρας.

Κάπνισμα

Σε γυναίκες θετικές για HPV 16/18 που καπνίζουν, η πιθανότητα ανάπτυξης διηθητικού καρκίνου τραχήλου είναι μεγαλύτερη σε σχέση με γυναίκες που δεν καπνίζουν. Η αυξημένη αυτή συχνότητα πιθανότατα σχετίζεται με την ανεύρεση ελαττωμένου αριθμού κυττάρων Langerhans στο τραχηλικό επιθήλιο των καπνιστριών, η οποία έχει ως συνέπεια τη μείωση της τοπικής ανοσολογικής απόκρισης σε αντιγόνα του καψιδίου των HPV. Τέλος σε βιοψίες τραχήλου καπνιστριών έχει παρατηρηθεί πολύ συχνότερη μεθυλίωση των βάσεων του DNA (adducts) από την επί­δραση των πολυκυκλικών υδρογονανθράκων, σε σχέση με τραχηλικές βιοψίες μη-καπνιστριών, η οποία δυνητικώς οδηγεί στην ανάπτυξη μεταλλάξεων. Η καρκινογόνος, επομένως, δράση των χημικών ενώσεων του καπνού μπορεί να ασκείται στο επιθήλιο του τραχήλου είτε ανεξάρτητα είτε σε συνδυασμό με τους ΗΡV.

ΕΜΒΟΛΙΟ HPV

Η βιολογική δραστηριότητα δύο εμβολίων ευρίσκεται σε τελική φάση κλινικών δοκιμών και αναμένεται να λάβουν έγκριση από την επιτροπή φαρμάκων και τροφίμων των ΗΠΑ (FDA). Τα εμβόλια αυτά καλύπτουν τα στελέχη ΗΡV 16/ 18 (Cerνarix, GlaxoSmithΚline) και επιπροσθέτως και τα στελέχη 6/11 (Gardasil, Merck) και περιλαμβά­νουν αντιγόνα του καψιδίου των HPV. Το εμβόλιο χορηγείται σε τρεις δόσεις (1,2 και 6 μήνες) και καλύπτει ένα χρονικό διάστημα 5-10 ετών, με την ισχυρότερη ανοσολογική απόκριση μετά από διάστημα 3,5 ετών. Το εμβόλιο θα χορηγείται σε ηλικία 15-23 ετών και θα παρέχει προστασία από τους ογκογόνους τύπους (16 και 18) των HPV που αποτελούν το 70% των τύπων που σχετίζονται με τραχηλική νεοπλασία. Από τα αποτελέσματα των τελικών δοκιμών φαίνεται ότι η προστατευτική αξία των εμβολίων είναι ιδιαιτέρως υψηλή, αλλά η πραγματική εκτίμηση της αξίας θα γίνει όταν εφαρμοσθούν στην καθημερινή πρακτική. Δεδομένου ότι η κάλυψη που παρέχουν δεν είναι πλήρης, εί­ναι φανερό ότι δεν θα πρέπει να παραμελείται η συστηματική παρακολούθηση των γυναικών με Pap test και HPV test, ιδιαίτερα μετά την αρνητική επίδραση που ενδέχεται να εξασκεί η λήψη του εμβολίου στις σεξουαλικές συνή­θειες των νεαρών γυναικών. Θεωρείται όμως ιδιαίτερα πιθανό ότι η δράση των εμβολίων θα είναι θετική αναφορι­κά με τη μείωση των κρουσμάτων του τραχηλικού καρκίνου στις αναπτυσσόμενες χώρες με πτωχά ανεπτυγμένα συ­στήματα μαζικού ελέγχου.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συμπερασματικά στον αποτελεσματικότερο προληπτικό έλεγχο για την νεοπλασία τραχήλου μήτρας στις νεαρές γυναίκες αναμένεται να συμβάλει ο εμβολιασμός για τα στελέχη υψηλού κινδύνου HPV 16 και 18. Ο αποτελεσματικότερος μαζικός έλεγχος σε γυναίκες ηλικίας άνω των 30 ετών πρέπει να βασίζεται κυρίως στο HPV DNA με PCR, ενώ σε γυναίκες κάτω των 30 ετών κυρίως στο Pap test. Ο έλεγχος του HPV DNA με PCR μπορεί να συμβάλει ου­σιαστικά στην καλλίτερη αντιμετώπιση και παρακολούθηση της κυτταρολογικής ομάδας ASCUS, σε περιπτώσεις α­συμφωνιών μεταξύ κυτταρολογικής εξέτασης, κολποσκόπησης και βιοψίας και στην εκτίμηση της πιθανότητας υπο­τροπής μετά από θεραπευτική αφαίρεση της βλάβης. Ο in situ υβριδισμός είναι η μόνη μοριακή τεχνική που μπορεί να δώσει ουσιαστικές μορφολογικές πληροφορίες αναφορικά με την βαρύτητα και κατανομή της HPV λοίμωξης κα­θώς και την ύπαρξη ενσωμάτωσης του HPV στο DNA του ανθρώπινου κυττάρου. Τέλος, σημαντικός παράγοντας για την αποτελεσματική πρόληψη του τραχηλικού καρκίνου είναι η έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση των συ­μπαραγόντων που ευνοούν την ανάπτυξη νεοπλασίας και η εξατομίκευση της αντιμετώπισης ανάλογα με ψυχολογι­κές, ανοσολογικές και άλλες ιδιαιτερότητες κάθε γυναίκας.

Πιο επικίνδυνες
κατά την εγκυμοσύνη

Τα προβλήματα υγείας που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της κύησης είναι πιο σύνθετα, αφενός λόγω των αλλαγών στο γυναικείο οργανισμό, αφετέρου γιατί μπορεί να απειληθεί το έμβρυο. Το ίδιο ισχύει και για τις λοιμώξεις. Ποιες είναι αυτές και πώς μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά η έγκυος;

Η εγκυμοσύνη είναι μία ευαίσθητη περίοδος για τη γυναίκα και οι πιθανότητεςνα προσβληθεί από μία λοίμωξη ή να εμφανίσει σοβαρές επιπλοκές κατά τη διάρκειά της είναι αυξημένες. Μια λοίμωξη στην εγκυμοσύνη μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο για την ίδια τη γυναίκα όσο και για το μωρό, αν η διάγνωση δεν γίνει έγκαιρα.

Οι λοιμώξεις από τις οποίες έχει προσβληθεί η γυναίκα πριν από την εγκυμοσύνη αφήνουν συνήθως μία ανοσία, που προστατεύει τόσο την ίδια όσο και το μωρό από αυτήν τη νόσο. Γι’ αυτόν το λόγο, οι λοιμώξεις με πρώτη προσβολή κατά την εγκυμοσύνη θεωρούνται πιο επικίνδυνες.

Οι συγγενείς λοιμώξεις, οι οποίες προσβάλλουν κυρίως το έμβρυο, έχουν ευτυχώς περιοριστεί στη σημερινή εποχή, ως αποτέλεσμα τόσο της καλύτερης πρόληψης όσο και του προγράμματος εμβολιασμού στην παιδική ηλικία. Αυτές οι λοιμώξεις είναι κυρίως οι ακόλουθες: τοξοπλάσμωση, ερυθρά, κυτταρομεγαλοϊός, ανεμοβλογιά, ιός του έρπητα και ηπατίτιδα Β. Στη συνέχεια αναφερόμαστε στις μη συγγενείς λοιμώξεις που μπορεί να προσβάλουν τη γυναίκα κατά την κύηση.

Λ ο ι μ ώ ξ ε ι ς  τ ο υ  α ν α π ν ε υ σ τ ι κ ο ύ

teddy bearΛοιμώξεις του ανώτερου και του κατώτερου αναπνευστικού πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή, ειδικότερα στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, οπότε και μειώνεται ο ενδοθωρακικός χώρος για τους πνεύμονες λόγω του αυξημένου μεγέθους της μήτρας. Αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει μια κατά τα άλλα απλή ιογενή λοίμωξη σε επιπλεγμένη λοίμωξη του αναπνευστικού ή σε μικροβιακή πνευμονία.
Οι έγκυοι που ανέπτυξαν οξεία λοίμωξη ή έπασχαν ήδη από χρόνια λοίμωξη του αναπνευστικού (χρόνια βρογχίτιδα), εμφάνισαν μεγαλύτερο κίνδυνο αποκόλλησης του πλακούντα. Επίσης, οι βαριές αναπνευστικές λοιμώξεις συνδέονται με υψηλότερο ποσοστό πρόωρου τοκετού.

Για το λόγο αυτό πρέπει κάθε έγκυος με κλινικά συμπτώματα όπως πυρετός, βήχας, κυνάγχη, δύσπνοια ή πλευριτικό άλγος να εξετάζεται από ιατρό, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις θα πρέπει ο ιατρός να της χορηγήσει αντιβιοτικά και άλλα φάρμακα. Κάποια αντιβιοτικά, όπως η πενικιλίνη ή οι κεφαλοσπορίνες, είναι συμβατά με την εγκυμοσύνη και δεν είναι επικίνδυνα για το έμβρυο, ενώ κάποια άλλα δεν μπορούν να χορηγηθούν κατά την κύηση, γεγονός που καθιστά την ιατρική εξέταση και την ιατρική συμβουλή απαραίτητη.

Για την προφύλαξη και την προστασία της εγκύου από σοβαρές λοιμώξεις του αναπνευστικού συνιστάται το αντιγριπικό εμβόλιο μέχρι την ολοκλήρωση του πρώτου τριμήνου. Γενικές συμβουλές προφύλαξης περιλαμβάνουν επίσης την αποφυγή κλειστών χωρών, τον καλό αερισμό της κατοικίας και τα μέτρα προσωπικής υγιεινής (π.χ. καλό πλύσιμο των χεριών) σε περίπτωση επαφής με ανθρώπους που πάσχουν από μεταδοτική νόσο.

Ο υ ρ ο λ ο ι μ ώ ξ ε ι ς

Οι ουρολοιμώξεις αποτελούν επίσης ένα αρκετά συχνό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μπορεί να είναι συμπτωματικές ή ασυμπτωματικές.
Η βαρύτητα ποικίλλει, από απλή βακτηριουρία μέχρι και βαριά πυελονεφρίτιδα. Η ουρολοίμωξη μπορεί να υπάρχει, αλλά να μην παρουσιάζει κανένα σύμπτωμα,
γι’ αυτό οι έγκυοι οφείλουν να κάνουν συχνά εξετάσεις ούρων κατά την εγκυμοσύνη. Εάν η ουρολοίμωξη δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να προκαλέσει πρόωρο τοκετό, γι’ αυτό η αντιβιοτική θεραπεία κρίνεται απαραίτητη. Για να προληφθούν οι υποτροπές των ουρολοιμώξεων κατά την κύηση, η έγκυος πρέπει να πίνει πολλά υγρά και να αδειάζει συχνά την ουροδόχο κύστη, διότι τα ούρα που εναπομένουν στην κύστη αποτελούν τέλειο υπόστρωμα για να αναπτυχθούν βακτήρια. Αυτό μπορεί η έγκυος να το επιτύχει σκύβοντας μπροστά στη λεκάνη προκειμένου να σιγουρευτεί πως έχει αδειάσει η κύστη εντελώς.

Γ α σ τ ρ ε ν τ ε ρ ί τ ι δ α

Σε περίπτωση γαστρεντερίτιδας η έγκυος μπορεί να κινδυνεύσει λόγω πολλών εμέτων και διαρροιών από αφυδάτωση και ηλεκτρολυτικές διαταραχές, οι οποίες μπορεί να είναι σοβαρές και επικίνδυνες για την ίδια και το μωρό. Αν η γυναίκα δεν μπορεί να πίνει και να κρατά τουλάχιστον 2 λίτρα νερό τη μέρα και αν έχει συμπτώματα αφυδάτωσης, όπως ζάλη, ξηροστομία, πυρετό και αδυναμία, ενδείκνυται η εισαγωγή στο μαιευτήριο για ενδοφλεβική χορήγηση υγρών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ενδείκνυνται και αντιεμετικά φάρμακα. Η αντιμετώπιση της γαστρεντερίτιδας περιλαμβάνει και δίαιτα, καθώς και την περαιτέρω διερεύνηση με εργαστηριακές εξετάσεις και καλλιέργειες κοπράνων.

‘Εχουν περιγραφεί πολλές ανωμαλίες στην πήξη, κληρονομικές ή επίκτητες, που δημιουργούν μία υπερπηκτική κατάσταση και που προδιαθέτουν τους ασθενείς σε Θρομβωτικά φαινόμενα

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαταραχές κλη­ρονομικού τύπου από τη στιγμή που αφορούν γενικά νέοπληθυσμό, προκαλούν επαναλαμβανόμενα θρομβοεμβολικά επεισόδια και μπορεί να αφορούν πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας.
Η πήξη ρυθμίζεται από μία σειρά αναστολέων που περιορίζουν τη δημιουργία της Θρομβίνης και του ινώδους και από ένα ινω­δολυτικό σύστημα που αποσύρει ικανοποιητικά τους θρόμ­βους του ινώδους.
Τα κληρονομικά ελαττώματα των φυσικών αναστολέων της πήξης, και οι αλλοιώσεις του ινωδολυτικού συστήματος προδι­αθέτουν για θρόμβωση.

 

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΟΡΟΜΒΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

 

Γυναίκες που πρέπει να κάνουν χρήση αντισυλληπτικών

‘Ελλειψη αντιθρομβίνης ΙΙΙ

‘Ελλειψη πρωτέίνης C ι ‘Ελλειψη πρωτεΐνης 5

Δυσινωδογοναιμία

Ελαττωματική αποδέσμευση του ενεργοποιητή του πλασμινογδνου

Υπερβολική απελευθέρωση του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογδνουΟμοκυστεϊναιμία και ομοκυστεϊνουρία

Τη Θρομβοφιλία (γενετική προδιάθεση στη Θρόμβωση) οι γόνοι που την ορίζουν είναι γόνοι επιρρεπείς και πρέπει να αλληλοαντιδράαουν με εξωγενείς περιβαλλοντικούς παρά­γοντες για την εμφάνιση της νόσού (κύηση, αντισυλληπτικά χάπια, χειρουργικές επεμβάσεις, βιταμινικές Θεραπείες κλπ.). Οι γόνοι είναι αυτοί που αφορούν τον παράγοντα V (F5 Leiden), τον παράγοντα ΙΙ (προθρομβίνη, ΑΙ G202 10A) και τον γόνο MTHFR (μεθυλτετραϊωδοφολλατορεδουκτάση).Η μελέτη των γονιδιακών ποικιλιών έχει ένδειξη:

Άτομα με προηγούμενα επεισόδια φλεβικού Θρομβοεμβολισμού ή αρτηριακής Θρόμβωσης

Γυναίκες με πρηγούμενη θρόμβωση κατά την εγκυμοσύνη

Γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές

Έγκυες με IUGR (μειωμένη ανάπτυξη του εμβρύου), Θρομβοφλεβίτιδα ή πλακουντιακή Θρόμβωση

Διαβητικά άτομα

 

 

ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΝ Leiden

Μία μετάλλαξη του γόνου που κωδικοποιεί για τον παράγο­νταν νουκλεοτίδιο 1691, με αντικατάσταση μίας γουανίνης G από μία αδενίνη Α προκαλεί αντικατάσταση αμινοξέων με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η διατομή του παράγοντα από την ενεργοποιημένη πρωτέ[νη C.
Προκύπτει μία αντίσταση στην ενεργοποιημένη πρωrείνη C και μία αυξημένη προ-πηκτική ικανότητα του παράγοντα V με προδιάθεση στις θρομβώσεις. Αυτή η ποικιλία 61691 Α ορίζεται ως FVLEIDEN, έχει μία συχνότητα 1,4-4,2% στην Ευρώπη, με ετεροζυγωτία στη Μεσόγειο 2-3% και ομόζυγη μορφή 1/5000. Οι ετερόζυγοι έχουν έναν κίνδυνο 8 φορές μεγαλύτερο να ανα­πτύξουν φλεβική θρόμβωση ενώ οι ομόζυγοι έχουν κίνδυνο 80 φορές περισσότερο. Αυτότο συμβάν ευνοείται από κάποιες άλ­λες συνθήκες όπως η κύηση, η λήψη αντισυλληπτικών (αυξάνει το ρίσκο 30 φορές στους ετεροζυγώτες και μερικές εκατοντά­δες στους ομοζυγώτες) στις χειρουργικές επεμβάσεις. Στην κύ­ηση μία γενετική συνθήκη ετεροζυγωτίας για τον παράγοντα VLEIDEN, θεωρείται ότι προδιαθέτει για αυτόματη αποβολή, για εκλαμψία, για βλάβες στον πλακούντα, για σύνδρομο ΗΕΙΙΡ.

Τα άτομα πού φέρουν την μετάλλαξη πρέπει να υποβάλλο­νται σε προφυλακτική αντιπηκτική αγωγή κατά την κύηση ή σε σχέση με κάποιο χειρουργείο και να αποφεύγεται η λήψη αντισυλληπτικών.

 

ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΙΙ (ΠΡΟΟΡΟΜΒΙΝΗ)

Εχει σημαντικό ρόλο στην διαδικασία της πήξης επειδή η ενεργοποίησή της σε Θρομβίνη προκαλεί την μετατροπή του ινωδογόνου σε ινώδες και ως εκ τούτου στο σχηματισμό του πήγματος. Εχει περιγραφεί μία γενετική ποικιλία που χαρακτη-ρίζεται από πολύ υψηλή τιμή λειτουργικής προθρομβίνης στο πλάσμα και, κατά συνέπεια, αυξημένο κίνδυνο Θρόμβωσης, ιδιαίτερα φλεβικής. Πρόκειται για μία αντικατάσταση μίας γου-ανίνης G με μία αδενίνη Α στη Θέση 20,210 (620.2 10Α). Η συ-χνότητα είναι χαμηλή, περίπου 2-3°/ο στην ετεροζυγωτία, ενώ η ομόζυγη μορφή είναι σπάνια. Στην ετεροζυγωτία ο κίνδυνος Θρόμβωσης είναι τρεις φορές μεγαλύτερος.

 

MTHFR

Η μεθυλ τετραϊωδο-φολλάτο-ρεδουκτάση είναι ένα ένζυμο που εμπλέκεται στην μετατροπή του 5-10 μεθυλτετραϊοωδο-φολλάτο σε 5 μεθυλτετραϊωδοφολλάτο και χρησιμοποιείται σαν δότης μεθυλίων για την επαναμεθυλοποίηση της ομοκυ-στέϊνης σε μεθιονίνη μέσω της βιταμίνης Β12.
 Σπάνιες μεταλλάξεις μπορούν να προκαλέσουν βαριά έλλειψη του MTHFR με λειτουργικότητα του ενζύμου κάτω του 20°/ο και εμφάνιση ομοκυστεϊναιμίας και ομοκυστεϊνουρίας και χαμηλά πλασματικά επίπεδα φυλλικού οξέος. Υπάρχει σοβαρή κλινική συμπτωματολογία με καθυστέρηση στην ψυχο-σωματική ανά-πτυξη και Θρομβωτικά φαινόμενα. Μαζί με την έλλειψη υπάρχει και ένας γενετικός πολυμορφισμός που οφείλεται στην αντικατάσταση μίας κυτοκίνης σε Θυμίνη στο νουκλεοτίδιο 677 και που προκαλεί αντικατάσταση μίας αλανίνης σε βαλίνη στην τελική πρωτεΐνη και μία μείωση της ενζυματικής δραστηριότητας από 50 ως 30°/ο. Αυτή η ποικιλία εμφανίζει υψηλά επίπεδα ομοκυστέϊνης στο αίμα. Η γενετική συχνότητα στη Μεσόγειο σε ετερόζυγη μορφή είναι περίπου 40°/ο ενώ η ομόζυγη 12-13%. Υψηλό επίπεδα ομοκυστέϊνης στο αίμα Θεωρούνται σήμερα παράγοντες κινδύνου για αρτηριακή Θρόμβωση, ίσως μέσω ενός μηχανισμού που εμπλέκει τις υδροσολφορικές ομάδες στο ενδοθηλιακό τοίχωμα των αγγείων. Κληρονομικές αλλοιώσεις υπερπηκτικών καταστάσεων μπο-ρούν να προκαλέσουν συχνά Θρομβοεμβολικά επεισόδια και να Θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των ατόμων που τις φέρουν. Η πρόωρη διάγνωση και η προφυλακτική αγωγή είναι ιδιαίτερα σημαντικές στις εγκύους επειδή με αυτό τον τρόπο μπορούμε να μειώσουμε τη θνησιμότητα και της μητέρας και του κυήματος. Από μελέτες σε εγκύους και μη, πήγασε η αποτελεσματικό-τητα της μείωσης του κινδύνου Θρομβοεμβολικού επεισοδίου με τη χρήση χαμηλομοριακής ηπαρίνης.Η λογική της χρήσης ηπαρίνης προέκυψε από το γεγονός ότι για να σχηματισθεί ο Θρόμβος είναι απαραίτητη η συγκέντρω-ση του παράγοντα Χα. Η ηπαρίνη αυξάνει τη δράση της ΑΤ ΙΙΙ που εμποδίζει τον Χα να σταθεροποιήσει τον θρόμβο. Η θερα-πεία παρατείνεται 6-12 εβδομάδες postpartum.Οι διαταραχές κληρονομικού τύπου αφορούν γενικά νέο πληθυσμό, προκαλούν επαναλαμβανόμενα Θρομβοεμβολικά επεισόδια και μπορεί να αφορούν πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας.

Η προεκλαμψία, η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης και η αποκόλ­ληση πλακούντα συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην εμβρυϊκή νοσηρότη­τα και θνησιμότητα. Η θρομβοφιλία είναι μία κληρονομική ή επίκτητη νόσος που προδιαθέτει σε φλεβική και/ή αρτηριακή θρόμβωση. Πρόσφα­τα ανακαλύφθηκαν τρεις σημαντικές κληρονομικές θρομβοφιλίες. Μία κληρονομική μετάλλαξη στην κωδικοποίηση γονιδίου για τον παράγονταν (παράγοντας V Leiden) και μία μετάλλαξη στην προθρομβίνη, που συνοδεύεται από υψηλό ποσοστό προθρομβίνης πλάσματος. Και οι δύο μεταλλάξεις οδηγούν σε αυξημένη πιθανότητα για φλεβική θρόμβωση. Η υπερομοκυστεϊναιμία, που συνοδεύεται από μεταλλάξεις στο γονίδιο για τη μεθυλενοτετραϋδροφολική αναγωγάση (methylenetetrahydrofolatereductase-MTHFR), είναι ένας παράγοντας κινδύνου για φλεβική και αρτηριακή θρόμβωση. Η παρουσία αντιφωσφολιπιδικών αντισωμάτων, μία επίκτητη θρομβοφιλική νόσος, συνυπάρχει με φλεβική και αρτηριακή θρόμβωση. Ο όρος «αγγειοπάθεια πλακούντα», που χρησιμοποιείται για την περιγραφή παθολογικών μεταβολών στον πλακούντα, συνοδεύεται από προεκλαμψία, ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, αποκόλληση πλακούντα και απώλεια εμβρύου. Η γνωστή θρομβωτική φύση της αγ­γειοπάθειας του πλακούντα και ο αυξημένος κίνδυνος θρόμβωσης με την παρουσία θρομβοφιλίας συνιστούν μία αιτιατού-αποτελέσματος σχέση μεταξύ κληρονομικών και επίκτητων θρομβοφιλιών που συνοδεύεται συ­νήθως με αυξημένο αριθμό σοβαρών μαιευτικών επιπλοκών. Ελέγχοντας ασθενείς με αυτές τις επιπλοκές της θρομβοφιλίας μπορεί να έχουμε θε­ραπευτικό αποτέλεσμα σε μελλοντικές κυήσεις.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η θρομβοφιλία μπορεί να είναι κληρονομική ή επίκτητη και αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα θρομβοεμβολισμού. Οι ανεπάρκειες στην πρωτεΐνη S, C και αντιθρομβίνη ΙΙΙ είναι σπάνιες και καθεμία από αυτές βρί­σκεται στο 3% των ασθενών με θρόμβωση. Πρόσφατα, τρεις σημαντικές κληρονομικές θρομβοφιλίες έχουν ανακαλυφθεί, οι οποίες είναι υπεύθυ­νες για την πλειοψηφία των θρομβοεμβολικών επεισοδίων σε ασθενείς με μη εμφανείς άλλους παράγοντες κινδύνου για θρόμβωση. Ανθεκτικότητα στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C [που προκαλείται από την αντικατάστα­ση της αδενίνης 506 με γουανίνη (A506G) στον πα­ράγοντα V (παράγοντας VLeiden)] έχει ενοχοποιηθεί για αυξημένο κίνδυνο θρομβοεμβολισμού. Ετεροζυ­γωτία για τον παράγοντα V (παράγοντας V Leiden) βρέθηκε στο 5% του πληθυσμού και η μετάλλαζη αυτή είναι υπεύθυνη για το 20-30% των φλεβικών θρομβοεμ­βολικών φαινομένων. Μία πρόσφατα αναφερόμενη αντικατάσταση της γουανίνης 20210 με αδενίνη (G20210A) στην προθρομβίνη συνοδεύεται με αυξημέ­νη συγκέντρωση προθρομβίνης ορού και με αυξημένο κίνδυνο για φλεβικό θρομβοεμβολισμό και εγκεφαλική φλεβική θρόμβωση. Ομοζυγωτία από την αντικατά­σταση της κυτοσίνης 677 με θυμίνη (C677T) στην μεθυ­λενοτετραϋδροφολική αναγωγάση (MTHFR) οδηγεί σε μειωμένη σύνθεση του 5-μεθυλενοτεραϋ­δροφολικού, του πρωταρχικού δότη μεθυλίου στην με­τατροπή της ομοκυστεΐνης σε μεθειονίνη, με αποτέλε­σμα την αύξηση της ομοκυστεΐνης του ορού, που είναι παράγοντας κινδύνου για φλεβική και αρτηριακή θρόμβωση. Η μετάλλαξη C677T είναι υπεύθυνη για την ελαττωμένη δραστηριότητα της MTHFR και αποτε­λεί την πιο συχνή αιτία ελαφράς υπερομοκυστεΐναι­μίας, σε ποσοστό 5-15% του πληθυσμού. Η ομοκυ­στεΐνη είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για αθηροσκλήρωση, αγγειακό επεισόδιο, περιφερική αγγειακή νόσο και καρδιαγγειακή πάθηση. Η συγκέ­ντρωση της ομοκυστεΐνης επηρεάζεται από τη διατροφή. Η ανεπάρκεια του φυλλικoύ οξέος, της βιταμί­νης Β6 και/ή της βιταμίνης Β12 μπορεί να προκαλέσει αύξηση της ομοκυστεΐνης. Η συγκέντρωση της ομοκυστεΐνης επηρεάζεται επίσης από γενετικούς πα­ράγοντες, όπως από την ανεπάρκεια της β-συνθετάσης της κυσταθειονίνης και της μετάλλαξης του C677TMTHFR γονιδίου. Η υπερομοκυστεΐναιμία προκα­λεί αγγειακή βλάβη με διάφορους μηχανισμούς. Πολλές από τις ενδοθηλιακές αγγειακές αλλαγές βρί­σκονται στην προεκλαμψία.

Ο κίνδυνος φλεβικού θρομβοεμβολισμού (νenusthromboembolism – VTE) με συνοδό επίκτητη και κληρονομική θρομβοφιλία μπορεί να ενισχυθεί και από άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως τη μετεγχειρητική κατάσταση και την ακινησία. Σύγχρονες αντιλήψεις προτείνουν τον αυξημένο κίνδυνο μητρικού VTE σε πε­ριπτώσεις με υποκείμενη θρομβοφιλία. Ο κίνδυνος VTE σε έγκυες γυναίκες μπορεί να ενισχυθεί παραπά­νω από τον τύπο της γενετικής προδιάθεσης, για παρά­δειγμα ομοζυγωτία για μία μετάλλαξη, την παρουσία πολλαπλών μεταλλάξεων ή θρομβοφιλικών ανωμα­λιών.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Η έλλειψη αντιθρομβίνης και η δυσινωδογοναιμία, η πρώτη κληρονομική θρομβοφιλία που περιγράφτηκε, βρέθηκε σε μελέτες οικογενειών στις οποίες πολλά μέ­λη εκδήλωσαν φλεβοθρόμβωση. Η υπερπηκτικότητα μπορεί να κληρονομηθεί ή να είναι επίκτητη. Αργότερα, ετερόζυγες ελλείψεις της πρωτεΐνης C και της πρωτεΐνης S αναγνωρίστηκαν ως αιτίες κληρονομικής θρομβοφιλίας. Αρχικά, έρευνες για κληρονομική θρομβοφιλία ανάμεσα σε ασθενείς με ιδιοπαθή φλεβοθρόμβωση ήταν απογοητευτικές, αφού μόνο 5 έως 20% τέτοιων ασθενών είχε κληρονομική θρομβοφιλία. Η κατάσταση άλλαξε σημαντικά το 1993, μετά την ανακάλυψη της αντίστασης στην ενεργοποιη­μένη πρωτεΐνη C. Αυτή η κατάσταση είναι η πιο συχνή αιτία της κληρονομικής θρομβοφιλίας. Στις περισσό­τερες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα της αντικατάστα­σης με αδενίνη της γουανίνης στο νουκλεοτίδιο 1691 του γονιδίου του παράγοντα V (G1691A), το οποίο οδηγεί σε αντικατάσταση της αργινίνης στη θέση 506 της πρωτεΐνης του παράγοντα V από γλουταμίνη (Arg506Gln). Η δημιουργηθείσα πρωτεΐνη ονομάζεται παράγοντας VLeiden. Το 1996 ανακαλύφθηκε ότι η αντικατάσταση από αδενίνη της γουανίνης στο νου­κλεοτίδιο 20210 του γονιδίου της προθρομβίνης (G20210A) ήταν μία ακόμη αιτία θρομβοφιλίας. Η ομοκυστεϊνουρία, ένας σπάνιος τύπος θρομβοφιλίας, εκδηλώνεται με φλεβική και αρτηριακή θρόμβωση. Η οικογενής φλεβοθρόμβωση συσχετίστηκε με την εμ­φάνιση δύο ή περισσότερων κληρονομικών θρομβοφι­λιών στο ίδιο άτομο.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ ΘΡΟΜΒΟ- ΕΜΒΟΛΙΚΗ ΝΟΣΟ

Η εγκυμοσύνη συνοδεύεται από φυσιολογικές αλλα­γές στο σύστημα πήξης. Έχουν αναφερθεί αυξήσεις των παραγόντων πήξης Vc, VIIIc, Xc, του αντιγόνου του παράγοντα νοnWillebrand και μειώσεις στη συνολική και ελεύθερη πρωτεΐνη S. Μια πρόσφατη προοπτική μελέτη 239 γυναικών σε όλη την εγκυμοσύνη έδειξε ότι μέχρι 38% των εγκύων αναπτύσσουν αντί­σταση στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C από το γ΄ τρί­μηνο της εγκυμοσύνης, που εμφανίζεται χωρίς τη με­τάλλαξη του παράγοντα VLeiden. Αυτή η επίκτητη αντίσταση στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C φαίνεται να συσχετίζεται με τις αυξημένες συγκεντρώσεις των παραγόντων πήξης Vc και VIIIc και με μια μείωση στη συγκέντρωση της πρωτεΐνης S. Οι δείκτες ενεργοποίη­σης πήξης είναι επίσης αυξημένοι, ιδιαίτερα στο γ΄ τρί­μηνο. Δεν υπάρχει καμία σημαντική αλλαγή στα επί­πεδα πλάσματος της πρωτεΐνης C ή της αντιθρομβίνης σε όλη την εγκυμοσύνη. Η ινωδολυτική δραστηριό­τητα είναι εξασθενημένη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εν μέρει εξαιτίας της αύξησης του παρα­γόμενου στον πλακούντα αναστολέα της ενεργοποίη­σης του πλασμινογόνου τύπου 2 (ΡΑΙ-2), που παράγε­ται σε αυξημένες ποσότητες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτές οι φυσιολογικές μεταβολές δη­μιουργούν μια σχετική θρομβωτική τάση κατά τη διάρ­κεια της εγκυμοσύνης.

Εκτός από τις φυσιολογικές μεταβολές στην αιμό­σταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, άλλοι πα­ράγοντες κινδύνου για φλεβικά θρομβοεμβολικά επει­σόδια περιλαμβάνουν την καισαρική τομή, το προηγού­μενο θρομβοεμβολικό επεισόδιο, την παχυσαρκία (>80 κιλά), τις πολλαπλές εγκυμοσύνες (τέσσερις ή περισσό­τερες), τις μολύνσεις, την προεκλαμψία, την ακινησία ή μία σοβαρή νόσος. Υπάρχουν επίσης στοιχεία ότι η επίπτωση των φλεβικών θρομβοεμβολικών επεισοδίων αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας της μητέρας. Πολλές γυναίκες έχουν πολλαπλούς, επίκτητους παράγοντες κινδύνου και θα φαινόταν λογικό να υποτεθεί ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο φλεβικών θρομβοεμβολικών επεισοδίων από εκείνες με λιγό­τερους παράγοντες κινδύνου. Το οικογενειακό ιστορι­κό φλεβικών θρομβοεμβολικών επεισοδίων μπορεί επί­σης να είναι ένας παράγοντας κινδύνου, δεδομένου ότι μπορεί να φανερώνει μία πιθανή υποκείμενη θρομβοφιλία. Οι περισσότερες μαιευτικές μονάδες έχουν τώρα πρωτόκολλα για θρομβοπροφύλαξη, που λαμβάνουν υπόψη αυτούς τους παράγοντες κινδύνου.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΘΡΟΜΒΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙA

Στις περισσότερες κληρονομικές θρομβοφιλίες η αδυναμία αδρανοποίησης της θρομβίνης ή η αποτυχία στον έλεγχο της παραγωγής θρομβίνης προκαλεί θρόμβωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει βλάβη σε ένα σύστημα φυσικών αντιπηκτικών που δια­τηρεί τη ρευστότητα του αίματος. Ένα τέτοιο αντιπη­κτικό είναι η αντιθρομβίνη, η οποία όταν συνδεθεί με θειική ηπαρίνη ή με ενδοθηλιακά κύτταρα, αδρανoπoι­εί τη θρομβίνη, τον παράγοντα XIa, τον παράγοντα IXa και τον παράγοντα Xa. Η πρωτεΐνη C, ένα άλλο αντιπη­κτικό, ελέγχει την παραγωγή θρομβίνης. Η δέσμευση της θρομβίνης με θρομβομοντουλίνη στα ενδοθηλιακά κύτταρα των μικρών αγγείων του αίματος αδρανοποιεί τις δραστηριότητες της θρομβίνης και ενεργοποιεί την πρωτεΐνη C. Στα μεγάλα αγγεία η πρωτεΐνη C ενώνεται με συγκεκριμένο υποδοχέα και η ένωση επαυξάνει την ενεργοποίηση της πρωτεΐνης C από τη θρομβίνη. Η ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C απενεργοποιεί τους πα­ράγοντες Va και VII με την παρουσία ελεύθερης πρωτεΐνης S και φωσφολιπιδίων, ώστε να εμποδίζεται η πα­ραγωγή θρομβίνης. Η ελεύθερη πρωτεΐνη S, μόνη της, έχει αντιπηκτικές δράσεις: εμποδίζει το σύμπλεγμα προθρομβινάσης (παράγοντες Xa, Va και φωσφολιπί­δια) που μετατρέπει την προθρομβίνη σε θρομβίνη και το υποστηρικτικό σύμπλεγμα (παράγοντες IXa, VIIIa και φωσφολιπίδια), που μετατρέπει τον παράγοντα Χ σε Xa. Μία μείωση στη δράση της αντιθρομβίνης εμποδίζει την αδρανοποίηση της θρομβίνης και η μειω­μένη ενέργεια της πρωτεΐνης C ή πρωτεΐνης S, ελαχι­στοποιεί τον έλεγχο της παραγωγής θρομβίνης. Μαζί αυτοί οι μηχανισμοί αυξάνουν την ευπάθεια για φλεβοθρόμβωση.

Ο έλεγχος παραγωγής θρομβίνης διακυβεύεται από μεταλλάξεις στο γονίδιο του παράγοντα V ή της προθρομβίνης. Η αντικατάσταση Arg506Gln του πα­ράγοντα VLeiden περιλαμβάνει την πρώτη από τις τρεις θέσεις στον παράγοντα Va που ανοίγονται από την ενεργοποίηση της πρωτεΐνης C. Αυτή η μετάλλαξη επιβραδύνει την πρωτεολυτική απενεργοποίηση του Va, που σε ανταπόδοση οδηγεί στην αυξημένη παρα­γωγή της θρομβίνης. Επιπρόσθετα, ο μεταλλαγμένος παράγοντας V ελαττώνει τη δράση του συμπαράγοντα στην απενεργοποίηση του VIIIa από την ενεργοποιημέ­νη πρωτεΐνη C. Αυτές οι δύο ανωμαλίες στον πα­ράγοντα V προκαλούν το in vitro φαινόμενο της αντί­στασης στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C, έχοντας ως αποτέλεσμα την αποτυχία της ενεργοποιημένης πρωτεΐνης C να παρατείνει το χρόνο της ενεργούς μερικής θρομβοπλαστίνης. Για άγνωστους λόγους η μετάλλαξη G20210A στην 3′ αμετάφραστη περιοχή του γονιδίου της προθρομβίνης σχετίζεται με αυξημένο επίπεδο προθρομβίνης στο πλάσμα, επίδραση που προκαλεί πα­ραγωγή θρομβίνης και εμποδίζει την απενεργοποίηση του Va από την ενεργοποιημένη πρωτεΐνη. Ο μη­χανισμός με τον οποίο τα αυξημένα επίπεδα του VIII, του ΙΧ, του ΧΙ, του ινωδογόνου και της ομοκυστεΐνης επαυξάνουν τη φλεβοθρόμβωση είναι άγνωστος.

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΓΕΝΕΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑΣ

Η συχνότητα των κυριότερων κληρονομικών θρομβοφιλιών ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στους υγι­είς πληθυσμούς και μεταξύ ασθενών με φλεβοθρόμβω­ση. Ο παράγοντας VLeiden και η G20210A μετάλλαξη στο γονίδιο της προθρομβίνης είναι συχνοί ανάμεσα σε υγιείς λευκούς, αλλά είναι πολύ σπάνιοι σε Ασιάτες και Αφρικανούς. Κληρονομικές επιδράσεις έχουν αποδει­χθεί για τις δύο μεταλλάξεις, με την προϋπόθεση ότι προέκυψαν μετά το διαχωρισμό μη Αφρικανών από Αφρικανούς και μετά το διαχωρισμό λευκών από Ασιά­τες. Η συχνότητα όλων των κληρονομικών θρομβοφιλιών είναι σημαντικά υψηλότερη σε μη επι­λεγμένους ασθενείς με φλεβοθρόμβωση από ότι σε υγιή άτομα. Αυτή η διαφορά είναι εντυπωσιακή σε επι­λεγμένους ασθενείς με φλεβοθρόμβωση, που είναι επί­σης πιθανό σε κλινική βάση να έχουν μια κληρονομική θρομβοφιλία.

Αφού η μετάλλαξη του παράγοντα VLeiden και η μετάλλαξη G20210A στο γονίδιο της προθρομβίνης εί­ναι σχετικά συχνές, η συγκληρονόμηση με άλλες θρομβοφιλίες δεν είναι σπάνια. Τέσσερις μελέτες οι οποίες έχουν εγγράψει 677 μέλη οικογενειών με ελλεί­ψεις στην πρωτεΐνη C, την πρωτεΐνη S ή την αντιθρομβίνη έδειξαν ότι η επικράτηση της φλεβοθρόμβωσης ήταν 13-25% μεταξύ ασθενών με μόνο τον παράγοντα VLeiden, 19-57% μεταξύ ασθενών με μόνο μία από τις τρεις ελλείψεις και 73 με 92% μεταξύ ασθενών με συ­γκληρονόμηση μιας από τις ελλείψεις και του πα­ράγοντα VLeiden. Παρόμοιες αλληλεπιδράσεις έχουν παρατηρηθεί ανάμεσα στο VLeiden και στη με­τάλλαξη G20210A στο γονίδιο της προθρομβίνης. Η υπερομοκυστεΐναιμία επίσης αλληλεπιδρά με τον VLeiden και τη μετάλλαξη G2021OA. Ο συνδυασμός της υπερομοκυστεϊναιμίας με τον ένα ή τον άλλο πα­ράγοντα αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο της φλεβοθρόμβωσης.

Οι επιδράσεις του τύπου Ι (χαμηλή προτεραιότητα και χαμηλό επίπεδο αντιγόνου) κυριαρχούν σε ασθε­νείς με έλλειψη πρωτεϊνών C ή S, ενώ μαζί οι επιδρά­σεις των τύπων Ι και ΙΙ (χαμηλή προτεραιότητα και φυ­σιολογικό επίπεδο αντιγόνου) είναι συχνές σε ασθενείς με έλλειψη αντιθρομβίνης. Σε αυτές τις τρεις διαταρα­χές, οι ετεροζυγώτες είναι ευπαθείς στη φλεβοθρόμβω­ση εκτός εκείνων με τύπο ΙΙ, έλλειψη αντιθρομβίνης που σχετίζεται με τη θέση σύνδεσης της ηπαρίνης. Η ομόζυγη έλλειψη αντιθρομβίνης είναι πιθανόν ασύμβα­τη με τη ζωή εκτός αν είναι επίδραση τύπου ΙΙ, σχετιζό­μενη με τη θέση σύνδεσης της ηπαρίνης, στην οποία η ευπάθεια για φλεβοθρόμβωση είναι μη διακριτή σε σχέση με εκείνη που έχει ένα άτομο με ετερόζυγη έλ­λειψη αντιθρομβίνης. Άτομα με ομόζυγη έλλειψη πρωτεΐνης C ή S είναι σπάνια και παρουσιάζουν σύ­ντομα μετά τη γέννηση συγγενή πορφύρα ή μαζική φλεβοθρόμβωση. Άτομα ομόζυγα για τον VLeiden ή τη μετάλλαξη G20210A είναι περισσότερο συχνά και έχουν προδιάθεση για φλεβοθρόμβωση. Η προδιάθεση είναι μεγαλύτερη σε ομοζυγώτες για τον VLeiden από ότι σε ετεροζυγώτες.

Ο παράγοντας VLeiden δεν είναι η μόνη αιτία της αντίστασης στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C. Ο HR2 απλότυπος, ένας μοναδικός και σχετικά συχνός απλό­τυπος του γονιδίου του παράγοντα V, προκαλεί αντί­σταση στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C και αυξάνει τον κίνδυνο φλεβοθρόμβωσης όταν συγκληρονομείται με τον V Leiden. Υπάρχει επίσης μια σπάνια μετάλ­λαξη στη δεύτερη από τις τρεις θέσεις στον παράγοντα Va, που ενεργοποιεί το άνοιγμα στην πρωτεΐνη C (Arg306Thr). Επιπρόσθετα, και άλλες αιτίες αντίστα­σης στην ενεργοποίηση της πρωτεΐνης C, πιθανόν γενε­τικές αλλά μέχρι τώρα μη καθορισμένες, αυξάνουν τον κίνδυνο φλεβοθρόμβωσης. Αυξημένα επίπεδα παρα­γόντων VIII, ΙΧ, ΧΙ ή ινωδογόνου αυξάνουν τον κίν­δυνο φλεβοθρόμβωσης, αλλά μέχρι τώρα καμία γενετι­κή αλλαγή δεν έχει επισημανθεί σε αυτές τις καταστά­σεις.

ΚΛΙΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑΣ

Άτομα με ετερόζυγη έλλειψη της πρωτεΐνης C, της πρωτεΐνης S ή αντιθρομβίνης και εκείνα που είναι ετερόζυγα ή ομόζυγα για τον V Leideη ή τη μετάλλαξη G20210A στο γονίδιο της προθρομβίνης τυπικά παρου­σιάζουν εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση των ποδιών, πνευμονική εμβολή ή και τα δύο. Λιγότερο συχνές εκ­δηλώσεις είναι η επιπολής φλεβοθρόμβωση και η θρόμ­βωση των εγκεφαλικών και σπλαγχνικών φλεβών. Σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις η φλεβοθρόμ­βωση προκαλείται από εγχείρηση, ακινητοποίηση, προχωρημένη ηλικία, εγκυμοσύνη, από τη χρήση αντι­συλληπτικών ή από θεραπεία ορμονικής υποκατάστα­σης. Ειδικότερα η χρήση αντισυλληπτικών από το στό­μα αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο της φλεβοθρόμβω­σης σε μία γυναίκα με κληρονομική θρομβοφιλία. Σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που είναι ετερόζυ­γες για τον παράγοντα V Leiden και δεν ήταν λήπτριες αντισυλληπτικών από το στόμα, ο κίνδυνος θρομβοεμ­βολικής νόσου ήταν 5,7 περιπτώσεις/ 10.000 γυναίκες ετησίως, ενώ μεταξύ των ληπτριών αντισυλληπτικών από το στόμα η συχνότητα αυξήθηκε σε 28,5-34,7 περι­πτώσεις/10.000 γυναίκες ετησίως. Αυξημένοι κίνδυνοι αποδόθηκαν στην ετεροζυγωτία για τη μετάλ­λαξη G20210A της προθρομβίνης, στην έλλειψη πρωτεΐνης C ή πρωτεΐνης S και σε γυναίκες με έλλειψη αντιθρομβίνης.

Ανάμεσα σε γυναίκες με παράγοντα V Leiden ο κίν­δυνος φλεβοθρόμβωσης με τη χρήση τρίτης γενεάς αντισυλληπτικών είναι διπλάσιος από εκείνο με τη χρή­ση δεύτερης γενεάς αντισυλληπτικών, πιθανόν γιατί το αποτέλεσμα της τρίτης γενεάς αντισυλληπτικών προκα­λεί αντίσταση στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C. Ο
έλεγχος περιορίζεται μόνο σε γυναίκες με ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό θρόμβωσης. Η επίπτωση του παράγοντα V Leiden στον ελλαδικό χώρο είναι 12% και ο κίνδυνος θρομβοεμβολικών επεισοδίων είναι 80 φορές μεγαλύτερος στους ομοζυγώτες.

Στους περισσότερους ασθενείς με κληρονομική θρομβοφιλία το πρώτο θρομβωτικό επεισόδιο εμφανί­ζεται στην ηλικία των 45 ετών. Το πρώτο επεισόδιο εί­ναι νωρίτερα σε ασθενείς οι οποίοι έχουν περισσότε­ρες από μία κληρονομικές θρομβοφιλίες ή είναι ομό­ζυγοι για τον παράγοντα VLeiden ή στη μετάλλαξη G20210A στο γονίδιο της προθρομβίνης. Ασυ­μπτωματικοί ετεροζυγώτες που είναι συγγενείς ενδει­κτικών ασθενών με κληρονομική θρομβοφιλία έχουν σημαντικό κίνδυνο φλεβικής θρόμβωσης. Ο υψηλό­τερος κίνδυνος (0,87-1,6% ανά έτος) παρατηρήθηκε σε άτομα ετερόζυγα για έλλειψη αντιθρομβίνης και ο χαμηλότερος (0,25-0,45% ανά έτος) σε άτομα ετερό­ζυγα για τον V Leiden. Άτομα ετερόζυγα για τη μετάλ­λαξη G20210A στο γονίδιο προθρομβίνης, την έλλειψη πρωτεΐνης C ή S έχουν μια ετήσια εμφάνιση φλεβοθρόμβωσης 0,55%, 0,43-0,72% και 0,5-1,65% αντίστοιχα.

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ θΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΟΧΕΙΑΣ

Οι κυρίαρχες περιοχές της θρόμβωσης κατά την εγκυμοσύνη είναι οι λαγονομηριαίες φλέβες και οι φλέβες του αριστερού ποδιού. Ο κίνδυνος της φλεβοθρόμβωσης στις γυναίκες με έλλειψη αντιθρομβί­νης, πρωτεΐνης C ή S είναι σημαντικά αυξημένος κατά την εγκυμοσύνη και τη λοχεία. Μία ανασκόπηση μη ελεγχόμενων αναδρομικών μελετών έδειξε ότι φλεβοθρόμβωση εμφανίστηκε κατά την εγκυμοσύνη και τη λοχεία στο 60% των γυναικών με έλλειψη αντι­θρομβίνης και στο 20% των γυναικών με έλλειψη είτε της πρωτεΐνης C είτε της πρωτεΐνης S. Μία ελεγχόμενη μελέτη έδειξε ότι ανάμεσα σε 129 ασυμπτωματικούς θηλυκούς συγγενείς ασθενών με έλλειψη αντιθρομβί­νης, πρωτεΐνης C ή S, εκείνοι που είχαν επίσης έλλειψη σε μια από αυτές τις πρωτεΐνες, είχαν κίνδυνο φλεβοθρόμβωσης κατά την εγκυμοσύνη και τη λοχεία που ήταν 8 φορές υψηλότερος σε σχέση με τον αντί­στοιχο σε εκείνους που δεν είχαν την έλλειψη. Ένας αυξημένος κίνδυνος φλεβοθρόμβωσης κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με τον παράγοντα V Leiden (αναλογία πιθανοτήτων 16.3, με 95% διάστημα εμπι­στοσύνης, 4.8 με 54.9) και με τη μετάλλαξη G20210A της προθρομβίνης (αναλογία πιθανοτήτων 10.2, με 95% διάστημα εμπιστοσύνης, 4.0 με 25.9). Η συγκληρονό­μηση του VLeiden και της μετάλλαξης G20210A, επι­πλέον, αυξάνει τον κίνδυνο (υπολογιζόμενη αναλογία πιθανοτήτων).

ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ – ΑΠΟΚΟΛΛΗΣΗ ΠΛΑΚΟΥΝΤΑ –  ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΜΒΡΥΟΥ

Οι κληρονομικές θρομβοφιλίες επίσης αυξάνουν τον κίνδυνο απώλειας του εμβρύου. Σε μεγάλο δείγμα γυ­ναικών με έλλειψη αντιθρομβίνης, πρωτεΐνης C ή S ή παράγοντα V Leiden η αναλογία πιθανοτήτων για απώ­λεια εμβρύου μετά από 28 εβδομάδες κυοφορίας ήταν 5.2, 2.3, 3.3 και 2.0 αντίστοιχα, ενώ η αναλογία πι­θανοτήτων ήταν 14.3 για γυναίκες με περισσότερους από έναν τύπους κληρονομικής θρομβοφιλίας. Μία άλλη μελέτη έδειξε ότι ο κίνδυνος απώλειας εμβρύου (μετά από 20 εβδομάδες κύησης) τριπλασιάστηκε σε φορείς της μετάλλαξης G20210A του γονιδίου της προθρομβίνης ή του παράγοντα V Leiden. Ένας αυ­ξημένος κίνδυνος πρώιμης απώλειας εμβρύου (σε λιγό­τερο από 25 εβδομάδες κύησης) επίσης παρατηρήθηκε σε γυναίκες με έλλειψη πρωτεΐνης C, πρωτεΐνης S ή αντιθρομβίνης και σε φορείς του V Leiden. Σε μία άλλη ελεγχόμενη μελέτη, 52% των εγκύων με καθυστέ­ρηση ανάπτυξης του εμβρύου, προεκλαμψία, αποκόλλη­ση πλακούντα ή γέννηση θνησιγενούς παιδιού ήταν ετερόζυγες για τον VLeideη ή τη μετάλλαξη G20210A του γονιδίου προθρομβίνης ή ομόζυγες για τη μετάλλαξη C667T του γονιδίου της μεθυλενοτετραϋδροφολικής αναγωγάσης, συγκρινόμενη με το 17% της ομάδας ελέγ­χου. Αυτά τα στοιχεία ορίζουν μια ορθολογική βάση για έλεγχο των γυναικών που έχουν πρόθεση να μείνουν έγκυες για κληρονομικές θρομβοφιλίες, αν έχουν ένα ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό φλεβοθρόμβωσης ή αν έχουν τρεις ανεξήγητες αυτόματες αποβολές, αποκόλ­ληση πλακούντα, γέννηση θνησιγενούς παιδιού, επανα­λαμβανόμενη καθυστέρηση στην ανάπτυξη του εμβρύου ή πιθανή προεκλαμψία.

Με την αναγνώριση του παράγοντα VLeideη και της μετάλλαξης G20210A του γονιδίου της προθρομβί νης, η αναλογία των ασθενών με φλεβοθρόμβωση, στους οποίους η διάγνωση της κληρονομικής θρομβοφι λίας μπορεί να εδραιωθεί, έχει αυξηθεί. Σε μη επιλεγ μένους ασθενείς το ποσοστό έχει αυξηθεί από περίπου 10% σε περίπου 30% και σε ασθενείς με κλινική πιθα νότητα να έχουν κληρονομική θρομβοφιλία αυξήθηκε από περίπου 17% σε περίπου 70%. Αποφάσεις σχετικά με εργαστηριακούς ελέγχους σε έναν ασθενή μπορούν να ληφθούν με βάση μια σειρά προτεραιοτή­των και να εξατομικευτούν μετά τον καθορισμό της πιθανότητας για κληρονομική θρομβοφιλία, λαμβάνοντας υπόψη ότι σε μερικές περι πτώσεις η διάγνωση θα διαφύγει. Ο συνυπολογισμός των έξι υψηλών προτεραιοτήτων ελέγχων στην εκτίμη ση θα πρέπει να εξασφαλίσει την υψηλότε ρη διαγνωστική απόδοση, διότι οι 6 συνθήκες που ελέγ χονται είναι σχετικά συχνές. Η μέτρηση της αντί στασης στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C σε πλάσμα διαλυμένο με πλάσμα ελλιπές σε παράγοντα V δεν εί ναι μόνο υψηλά ευαίσθητη και ειδική για τον πα ράγοντα VLeideη, αλλά είναι επίσης ακριβής σε ασθε νείς των οποίων το πλάσμα περιέχει αντιπηκτικό λύκου ή αυξημένα επίπεδα του παράγοντα VIII και σε ασθε νείς που παίρνουν αντιπηκτικά από το στόμα. Συνιστά ται επίσης να επιβεβαιώνεται η διάγνωση του πα ράγοντα VLeideη με γενετικό έλεγχο, διότι αυτή η πληροφορία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποφα σισθεί αν θα ελεγχθούν μέλη της οικογένειας. Σε ασθενείς με εγκεφαλικό επεισόδιο ή με αντισώματα στην ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C, η αντίσταση στην ενερ γοποιημένη πρωτεΐνη C μπορεί να επισημανθεί μόνο με τον έλεγχο μη αραιωμένου πλάσματος.

Έλεγχοι για ενδιάμεση προτεραιότητα δίνουν απόδοση θετική λιγότερο συχνά. Έλεγχοι για χαμηλή προτεραιότητας μόνο πολύ σπάνια διαγιγνώ σκουν μία κληρονομική θρομβοφιλία. Η συσχέτιση ανάμεσα στη φλεβοθρόμβωση και στη μετάλλαξη C677T του γονιδίου της μεθυλενοτετραϋδροφολικής αναγωγάσης ή των αυξημένων επιπέδων ινωδογόνου, παράγοντα ΙΧ ή παράγοντα ΧΙ δεν έχει εδραιωθεί.

Ο καλύτερος χρόνος για τη διεξαγωγή ελέγχων στους περισσότερους ασθενείς είναι έξι μήνες μετά το θρομβω τικό επεισόδιο, όταν μια απόφαση θα πρέπει να ληφθεί σχετικά με τη συνέχιση της αντιπηκτικής θεραπείας. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων που γίνονται νωρίτερα μπορεί να οδηγήσουν σε λάθος διάγνωση, διότι η θρόμ βωση είναι δυνατό να προκαλέσει χαμηλά επίπεδα αντιθρομβίνης και αυξημένα επίπεδα παράγοντα VIII. Σε έξι μήνες όλοι οι έλεγχοι υψηλών προτεραιοτήτων και ο έλεγχος για δράση αντιθρομβίνης πρέπει να διεξαχθούν σε ασθενείς που είναι πολύ πιθανόν να έχουν κληρονομι κή θρομβοφιλία. Αυτοί οι ασθενείς πρέπει να λάβουν θε ραπεία με χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη για δύο εβδομάδες και αργότερα να ελεγχθούν για δραστηριότη τα πρωτεΐνης C και επίπεδα ελεύθερης πρωτεΐνης S. Αν κανένας από τους ελέγχους δε δείξει ανωμαλία σε ασθε νή με οικογενειακό ιστορικό φλεβοθρόμβωσης ή επανα λαμβανόμενης θρόμβωσης, είναι λογικό να διεξαχθεί ένας χαμηλής προτεραιότητας έλεγχος. Οι ασθενείς που έχουν πιθανότητα να έχουν θρομβοφιλία περνούν μόνο από υψηλής προτεραιότητας ελέγχους, αλ λά αν ο παράγοντας VLeidenή η μετάλλαξη G20210A της προθρομβίνης ή ένα αντιπηκτικό λύκου ανιχνευθεί, τότε οι ενδιάμεσης προτεραιότητας έλεγχοι πρέπει να διεξαχθούν. Ασθενείς με την ελάχιστη πιθανότητα να έχουν θρομβοφιλία δεν ελέγχονται καθόλου. Η προεξοφλούμενη επανάληψη της φλεβοθρόμβωσης σε αυτούς είναι χαμηλή (1.5% ανά έτος) και δεν υπερτερεί του κινδύνου για αιμορραγία, οφειλόμενης στην παρατει νόμενη αντιπηκτική θεραπεία.

Πριν την εδραίωση της διάγνωσης μιας κληρονομικής θρομβοφιλίας, είναι απαραίτητο να αποκλειστούν οι συνθήκες που μπορούν να δώσουν παρόμοια αποτε λέσματα. Συνιστάται επίσης να επαναλη φθούν μη γονοτυπικοί έλεγχοι σε ανώμαλα αποτελέ σματα. Η ανίχνευση των ίδιων ανωμαλιών σε πρώτου βαθμού συγγενείς του ασθενούς εξασφαλίζει την από δειξη για ένα πιθανό γενετικό μειονέκτημα.

Οι πρώτου βαθμού συγγενείς ενός ασθενούς με έναν ή περισσότερους ανώμαλους ελέγχους θα πρέπει να εξετα­σθούν για να καθορισθεί το αν θα πρέπει να λάβουν πρω ταρχική προφύλαξη. Μία λογική προσέγγιση είναι να ελεγχθεί μόνο για τον ανώμαλο παράγοντα ή για πα ράγοντες οι οποίοι βρίσκονται στο συγκεκριμένο ασθενή, όταν δεν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό φλεβοθρόμβω σης και να γίνουν όλοι οι έλεγχοι υψηλής και ενδιάμεσης προτεραιότητας όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό.

thromvos1ΚΙΝΔΥΝΟΣ θΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗΣ θΡΟΜΒΟΦIΛΙΑΣ

Ο κίνδυνος θρομβοεμβολικής νόσου σε ασυμπτωμα τικούς φορείς θρομβοφιλίας έχει εξεταστεί από τους Marttinelli και συν. σε έναν έλεγχο 723 συγγενών πρώτου και δεύτερου βαθμού 150 ασθενών με θρομβοφιλία. Ο κίνδυνος θρομβοεμβολικής νόσου εμ φανίστηκε υψηλότερος σε εκείνους με ανεπάρκειες αντιθρομβίνης (RR 8,1), πρωτεΐνης C (RR 7.3) και πρωτεΐνης S (RR 8,5) έναντι ενός λιγότερο αυξημένου κινδύνου σε εκείνους με τον παράγοντα VLeiden (RR 2.2).

Αυτή η μελέτη, αν και εμφανίζει προβλήματα επιλογής (όλα τα άτομα ήταν από οικογένειες συμπτω ματικές για θρομβοεμβολική νόσο), επιβεβαίωσε την εντύπωση ότι, ενώ οι ανεπάρκειες αντιπηκτικών παρα γόντων είναι ασυνήθιστες, είναι πιο ισχυροί πα ράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη θρομβοεμβολικής νόσου από την πιο συχνή μετάλλαξη του παράγοντα VLeiden. Εντούτοις, χαμηλότερα ποσοστά θρόμβωσης έχουν σημειωθεί σε ασυμπτωματικούς αιμοδότες που βρέθηκαν να έχουν ανεπάρκειες της αντιθρομβίνης ή της πρωτεΐνης C.

ΑΝΤΙΦΩΣΦΟΛΙΠΙΔΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ (APS)

Ένας από τους κύριους στόχους των aPL (αντιφω σφολιπιδικών) αντισωμάτων είναι ο πλακούντας. Ο εμ βρυϊκός θάνατος του β’ ή γ’ τριμήνου θεωρείται ευρέως πολύ ειδικός για APS. Η αυτόματη έκτρωση του α’ τρι μήνου δεν είναι ασυνήθης, ωστόσο, και όταν αποκλει σθούν ανατομικές και χρωματοσωμικές ανωμαλίες η υποτροπιάζουσα απώλεια της κύησης του α’ τριμήνου είναι ένα κλινικό κριτήριο για APS σε γυναίκες με μέ τριους ή υψηλούς τίτλους aPL ή κυκλοφορούντα !Α. Η ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, το ολιγάμνιο και οι ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού του εμβρύου που φανερώνουν εμβρυϊκή υποξία συνήθως προηγούνται του εμβρυϊκού θανάτου στο APS και προκαλούνται συ χνά από μητροπλακουντιακή ανεπάρκεια. Η μη τροπλακουντιακή ανεπάρκεια συνήθως αποδίδεται σε αγγειοπάθεια που εμπλέκει τους τελικούς κλάδους των μητριαίων αρτηριών (σπειροειδείς αρτηρίες) που τρέφουν το μεσολάχνιο διάστημα του πλακούντα. Ασχέτως της ηλικίας κύησης στην οποία ο σχετιζόμενος με APS εμβρυϊκός θάνατος συμβαίνει, τα ιστοπαθολογικά ευρήματα στον πλακούντα συνηγορούν για ανωριμότητα.

Σε κανονική κύηση ο μυϊκός και ελαστικός ιστός εί ναι απολύτως απόντες σε ολόκληρο το μέσο χιτώνα του περιφερικού αρτηριακού τοιχώματος. Ο αυλός είναι διατεταμένος και σκόλιος, μοιάζοντας στην ανταποκρι νόμενη φλεβική δομή. Η ενδοθηλιακή επένδυση δεν εί ναι συνεχής και δεν υπάρχει ένας καλώς αφορισμένος εσωτερικός ελαστικός υμένας, παρόλο που μερικά κομμάτια-θραύσματα είναι παρόντα. Αυτή η διαδικα σία ελαττώνει την αντίσταση της αρτηριακής αιματικής ροής. Μεγάλα κύτταρα (largecells) με αλλοιωμένο κυτταροπλασματικό περίγραμμα και μεγάλοι κυψελιδώ δεις-φυσαλλιδώδεις πυρήνες συχνά βρίσκονται στο τοί χωμα των αγγείων με αυτές τις φυσιολογικές αλλαγές. Μια τυπική αγγειοπάθεια μιας σπειροειδούς αρτηρίας έχει συσχετισθεί με προεκλαμψία, καθυστέρηση εμ­βρυϊκής ανάπτυξης και εμβρυϊκό θάνατο. Αυτή η αγ γειοπάθεια χαρακτηρίζεται από απουσία φυσιολογι κών αλλαγών στα τμήματα των σπειροειδών αρτηριών μέσα στο μυομήτριο, που βρίσκονται κάτω από τον πλακούντα, και συγκέντρωση μακροφάγων «φορτωμέ νων» λιπίδια στον έσω χιτώνα, ινιδοειδή νέκρωση του μέσου και ινωδοβλαστικό πολλαπλασιασμό στον έσω χιτώνα. Επιπροσθέτως, συχνά είναι παρούσα μία μόνο κυτταρική διήθηση. Εξαιτίας της παρουσίας μα κροφάγων «φορτωμένων» λιπίδια (1ipid-ladenmacrophages) ενθυμίζοντα αθηροσκληρωτικές αγγεια κές βλάβες, ο όρος «οξεία αθήρωσις» (acuteatherosis) χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτήν την αγγειοπάθεια.

Η αγγειοπάθεια των σπειροειδών αρτηριών σε γενικές γραμμές περιορίζει τη μητρική αιματική ροή προς το μεσολάχνιο διάστημα και για αυτόν το λόγο περιορί ζει την ανταλλαγή αερίων και την προσφορά θρεπτικών ουσιών στο έμβρυο, μία κατάσταση που κλινικά εκδη λώνεται ως «μητροπλακουντιακή ανεπάρκεια». Μία μι κρότερου βαθμού μητροπλακουντιακή ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε επιβράδυνση της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Τα χειρότερα αποτελέσματα της κύησης σχετίζονται με πολυεστιακές μητροπλακουντιακές θρομβώσεις και έμφρακτο του πλακούντα, τα οποία και τα δύο μπορούν να θεωρηθούν ως ακραίες έκφρασης της αγγειοπάθειας.

Δυστυχώς, για χάρη της μελέτης, δεν υπάρχει κανέ να ιστοπαθολογικό γνώρισμα ειδικό μόνο για το APS. Αδρή εξέταση και ιστολογικά ευρήματα σε γυναίκα με APS και μέσου β’ τριμήνου εμβρυϊκό θάνατο έδειξαν μαζικό έμφρακτο που περιλάμβανε περισσότερο από το 50% της επιφάνειας του πλακούντα. Το πιο εντυπω σιακό εύρημα ήταν η σχετική απουσία των φυσιολογι κών αλλαγών στις σπειροειδείς αρτηρίες σε όλο το μήκος του φθαρτού υμένα. Αυτά τα αγγεία είχαν μικρή διάμετρο και έδειχναν πάχυνση του έσω χιτώνα, ινιδοειδή νέκρωση και ενδαγγειακή θρόμβωση σύμφω νη με την αγγειοπάθεια των σπειροειδών αρτηριών. Μία μετά θάνατον εξέταση έπειτα από εμβρυϊκό θά νατο στις 30 εβδ. της κύησης μιας γυναίκας που πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού από ένα ευρέως εξαπλούμενο έμφρακτο και ενδαγγειακή θρόμβωση, έδει ξε 30% του πλακουντιακού ιστού με έμφρακτο. Η πε ριοχή του εμφράκτου έδειξε λαχνώδη συμφόρηση και αιμορραγία, συγκόλληση των λαχνών και πρώιμη τροφοβλαστική νεκρωτική πήξη με ουδετερόφιλη διή θηση. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο ενδαγγειακής θρόμ βωσης στο έμβρυο. Πολλές άλλες μελέτες βρήκαν πλακουντιακό έμφρακτο, θρόμβωση και περιλαχνική εναπόθεση ινικής σε περιπτώσεις APS. Σε μερικές πε ριπτώσεις στις οποίες πραγματοποιήθηκαν βιοψίες στρώματος πλακούντα, βρέθηκαν στοιχεία αγγειακής αθήρωσης του φθαρτού υμένα, ενδεικτικά αγγειοπά θειας των σπειροειδών αρτηριών. Σε μία μεγάλη συγκριτική μελέτη ασθενών που είχαν εμβρυϊκό θάνατο από 16 έως 39 εβδ. κύησης μελετήθηκαν 47 πλακούντες από 45 γυναίκες από τις οποίες οι 16 είχαν APS.

Σε πλακούντες από ασθενείς με aPL αντισώματα μία μείωση των αγγειοσυγκυτιακών μεμβρανών, ίνωση σε περιοχές με έμφρακτο, υποαγγειακές λάχνες και θρόμ βωση ή έμφρακτα, βρίσκονταν σαφώς συχνότερα σε σχέση με πλακούντες από γυναίκες που δεν είχαν αυτά τα αντισώματα. Οι πλακουντιακές ιστοπαθολογικές ομοιότητες του APS και της προεκλαμψίας αντανακλώ νται στις επιπλοκές της μητροπλακουντιακής ανεπάρ κειας, όπως καθυστέρηση εμβρυϊκής ανάπτυξης, εμ βρυϊκή δυσφορία, ενδομήτριος θάνατος, προτείνοντας ότι η αγγειοπάθεια των σπειροειδών αρτηριών μπορεί να είναι ένας κοινός δρόμος για τα πτωχά αποτελέσμα τα της κύησης και στις δύο περιπτώσεις. Τα προεξάρ χοντα ευρήματα σε πλακούντες από ασθενείς με APS είναι ισχαιμικές – υποξαιμικές αλλαγές οφειλόμενες σε θρομβώσεις/αγγειοπάθεια του φθαρτού υμένα, θρόμ βοι του φθαρτού, χρόνια λαχνίτιδα, ίνωση, υποαγγεια κές λάχνες και ελαττωμένο βάρος πλακούντα, οξεία αθήρωση, ένας ελαττωμένος αριθμός συγκυτιοαγγεια κών μεμβρανών και αυξημένος αριθμός συγκυτιακών κόμβων.

Αυτά τα ευρήματα δεν είναι ειδικά για το APS και δε σχετίζονται πάντα με την έκβαση της υγείας του εμ βρύου. Σε μία πρόσφατη μελέτη από 36 πλακούντες από γυναίκες με SLE και APS, SLE χωρίς APS και προεκλαμψία χωρίς APS οι συμβατικές ιστοπαθολογι κές συγκριτικές μελέτες πλακούντα δεν μπορούσαν να κάνουν διάκριση μεταξύ APS και προεκλαμψίας, ενώ ανοσοϊστοχημικές μέθοδοι από τοπική εξωκυττάρια ουσία πλακούντα πρωτεϊνικής φύσης συνεισέφεραν στη διαφορική διάγνωση. Ο πλακούντας από ασθενείς με APS παρουσίαζε μια σημαντική αύξηση στην εναπό θεση της laminin και του κολλαγόνου in vitro, συγκρι νόμενος με πλακούντες που ελήφθησαν από υγιείς γυ­ναίκες και από αυτές που είχαν προεκλαμψία χωρίς APS. Βιοψίες στρώματος πλακούντα με εκτίμηση των αλλαγών των σπειροειδών αρτηριών μπορεί να απαι τηθούν, ώστε να κατανοήσουμε την παθοφυσιολογία του APS, και να βοηθήσουν περαιτέρω στη διαφορική διάγνωση από την προεκλαμψία. Οι προτεινόμενοι εμπλεκόμενοι μηχανισμοί στην απώλεια κύησης στο APS φαίνονται στον πίνακα 1.

Γενικά, τα αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα σχετίζονται με ενδομήτρια καθυστέρηση εμβρυϊκής ανά πτυξης και εμβρυϊκή δυσφορία, οδηγώντας σε πρώιμη γέννηση ή εμβρυϊκό θάνατο. Αυτές οι επιπλοκές προκαλούνται από μητροπλακουντιακή ανεπάρκεια που είναι το αποτέλεσμα πολλαπλών πλακουντιακών θρομβώσεων, εμφράκτων και αγγειοπάθειας των σπειροειδών αρτηριών, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι προκαλούνται από την κατάσταση υπερπηκτικότητας που επιφέρουν τα aPL αντισώματα. Διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το θρομβογόνο αποτέλεσμα των aPL αντισωμάτων εμπλέκει τη γενική τους επίδραση στα αιμοπετάλια, στα ενδοθηλιακά κύτταρα, στους αντιπηκτικούς μηχανισμούς, στις ινωδολυτικές οδούς, καθώς επίσης και την τοπική τους επίδραση στις τροφοβλάστες και στα λαχνωτά κύτταρα, οδηγώντας στη μείωση της παραγωγής της αννεξίνης V (πλακουντιακή αντιπη κτική πρωτεΐνη Ι) και στην αναστολή της αντιπηκτικής της δράσης.

ΥΠΕΡΟΜΟΚΥΣΤΕΪΝΑΙΜΙΑ

Η υπερομοκυστεϊναιμία αναγνωρίζεται ως ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξη καρ διαγγειακών παθήσεων. Η ομοκυστεϊνη προκαλεί βλάβη στα ενδοθηλιακά κύτταρα με μία ποικιλία μηχανισμών:

 

1) παραγωγή υπεροξειδίου του υδρογόνου και στέρηση της δράσης του οξειδίου του αζώτου στην ελάττωση της τοξικότητας της ομοκυστεϊνης,

2) ενίσχυση της δράσης του παράγοντα V,

3) αυξημένη ενεργοποίηση προθρομβίνης και

4) ελαττωμένη έκφραση της θρομβομοντουλίνης. Επιπλέον, οι κρύσταλλοι ομοκυστεϊνης στα ενδοθηλιακά κύτταρα λειτουργούν ως παθολογική επιφάνεια που ενεργοποιεί την άμεση οδό του ενδογενούς μηχανισμού της πήξης.

 

Η κλασική ομοκυστεϊνουρία αποτελεί την ομόζυγη μορφή της ανεπάρκειας της β-συνθετάσης της κυστα­θειονίνης, η οποία κληρονομείται με αυτοσωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα. Το κύριο κλινικό χαρακτη ριστικό είναι η πρώιμη αθηροσκλήρωση. Άλλες κατα στάσεις, όπως η ετερόζυγη μορφή ανεπάρκειας της β συνθετάσης της κυσταθειονίνης και η ανεπάρκεια του φολικού οξέος, της βιταμίνης Β12 και της βιταμίνης Β6, προκαλούν μεν αύξηση της ομοκυστεΐνης στον ορό, όχι όμως σε τέτοια επίπεδα ώστε να αποβάλλεται αυτή στα ούρα. Τα αίτια της ήπιας βαρύτητας ομοκυστεϊναιμίας είναι τόσο γενετικά όσο και περιβαλλοντικά. Αυξημέ να επίπεδα ομοκυστεΐνης έχουν παρατηρηθεί σε ασθε νείς με ανεπάρκεια παραγόντων του μεταβολισμού της μεθειονίνης, όπως του φολικού οξέος, της βιταμίνης Β12 ή της βιταμίνης Β6. Πέρα από την ανεπάρκεια της β-συνθετάσης της κυσταθειονίνης, η υπερομοκυστεϊ­ναιμία αποδίδεται και σε ελαττωμένη δραστηριότητα της 5,10-μεθυλ-τετρα-υδροξυφολικής αναγωγάσης. Μία κοινή μετάλλαξη στο γονίδιο το υπεύθυνο για τη μεθυλενοτετραϋδροφολική αναγωγάση (MTHFR), συ γκεκριμένα μία C-T αντικατάσταση στο νεοκλεοτίδιο 677, προκαλεί ελάττωση της δραστηριότητας της MTHFR και συνδέεται με σημαντικά αυξημένες συ γκεντρώσεις ομοκυστεΐνης στο πλάσμα. Ο φαινότυπος αυτής της Τ677 μετάλλαξης της υπερομοκυστεϊναιμίας εκδηλώνεται μόνο όταν τα επίπεδα του φολικού οξέος είναι κατώτερα των φυσιολογικών τιμών.

Άλλες μελέτες αποκάλυψαν ισχυρή συσχέτιση της υπερομοκυστεϊναιμίας με τοξικές επιδράσεις επί των αγγείων, που οδηγούν σε έμφρακτα του πλακούντα ή αποκόλληση του πλακούντα, καθώς επίσης και με τοξι κές επιδράσεις στο έμβρυο, που οδηγούν σε αυτόματη αποβολή. Η συσχέτιση μεταξύ υπερομοκυστεϊναιμίας και προεκλαμψίας μελετήθηκε για πρώτη φορά από τους Dekker και συν. Οι Dekker και συν. χρη σιμοποιώντας αυστηρά κριτικά όρια τιμών για τον ορι σμό της υπερομοκυστεϊναιμίας (σε νηστεία> 15μmοl/L και μετά από γεύμα > 51μmοl/L) διαπίστωσαν ότι η συ χνότητα της υπερομοκυστεϊναιμίας είναι επταπλάσια στις έγκυες γυναίκες με προεκλαμψία σε σχέση με το φυσιολογικό πληθυσμό των εγκύων. Σε μεταγενέστερη μελέτη η ομάδα του Άμστερνταμ διαπίστωσε με τη σει ρά της αυξημένη συχνότητα υπερομοκυστεϊναιμίας στις γυναίκες με ιστορικό βαριάς προεκλαμψίας, όμως στα τιστικά σημαντική διαφορά (19% έναντι 4,5%) επιση μάνθηκε μόνο στην περίπτωση γυναικών με ιστορικό προεκλαμψίας πρώιμης έναρξης. Οι Sohda και συν. προσδιόρισαν το MTHFR γονότυπο σε 67 γυναίκες με προεκλαμψία και σε 98 φυσιολογικές γυναίκες και ανακάλυψαν ότι το Τ677 άλληλο γονίδιο και η ομόζυγη γονοτυπική μορφή για το Τ677 άλληλο γονίδιο ήταν ση μαντικά αυξημένα στις γυναίκες με προεκλαμψία. Οι Grandone και συν. μελέτησαν 96 γυναίκες με προε κλαμψία και 129 φυσιολογικές γυναίκες που είχαν ήδη τεκνοποιήσει, προκειμένου να διερευνήσουν πιθανή συσχέτιση της μετάλλαξης του παράγοντα V του Leiden και του MTHFR γονότυπου με την εμφάνιση προε κλαμψίας. Οι φορείς του παράγοντα V του Leiden ήταν10 (10,5%) μεταξύ των γυναικών με προεκλαμψία και 3 (2,3%) μεταξύ των φυσιολογικών γυναικών, ενώ οι MTHFR TT ομοζυγώτες ήταν 28 (29,8%) μεταξύ των γυναικών με προεκλαμψία και 24 (18,6%) μεταξύ των φυσιολογικών γυναικών. Μεταξύ των γυναικών με πρωτεϊνουρία (n=45) και αυτών χωρίς πρωτεϊνουρία (n=51) δεν παρατηρήθηκε καμιά διαφορά. Συμπε ραίνουμε ότι η υπερομοκυστεϊναιμία αποτελεί έναν βέ βαιο παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη προεκλαμ ψίας, ιδιαίτερα δε για βαριά προεκλαμψία πρώιμης έναρξης. Το πιο συχνό γενετικό αίτιο υπερομοκυστεϊ ναιμίας είναι η Τ677 μετάλλαξη του MTHFR γονιδίου. Πρόσφατα δε, οι Kupfermine και συν. από το Ισραήλ επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα αυτά.

ΠΡΟΕΚΛΑΜΨΙΑ ΚΑΙ ΘΡΟΜΒΟΦΙΛΙΑ

Οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων μελετών μπορεί να έχουν σχέση με τους διαφορετικούς πληθυσμούς εξέτα σης, με το σχεδιασμό της κάθε μελέτης και με τους διαφορετικούς ορισμούς της προεκλαμψίας. Άλλες μελέ τες χρησιμοποιούν την ελαφρά προεκλαμψία και άλλες τη σοβαρή μορφή. Μερικές μελέτες περιλαμβάνουν γυ ναίκες που έμειναν για πρώτη φορά έγκυες, ενώ άλλες και γυναίκες που έμειναν για πρώτη φορά έγκυες και πολύτοκες μαζί. Μερικές μελέτες περιλαμβάνουν επίσης γυναίκες με υποτροπιάζουσα προεκλαμψία. Το έμβρυο επίσης παίζει ένα ρόλο: όταν το έμβρυο έχει κληρονομή σει τη θρομβοφλία από τη μητέρα, υπάρχει τότε ένας επιταχυνόμενος ρυθμός θρόμβωσης στον πλακούντα με επακόλουθες επιπλοκές σε σχέση με μία κατάσταση στην οποία το έμβρυο δεν έχει επηρεασθεί. Είναι επίσης πιθα νόν πως άλλα ακόμα μη ταυτοποιημένα γονίδια πρέπει ακόμα να ενεργοποιούνται, επιφέροντας καταστάσεις θρομβοφιλίας με κλινική σημασία στην προεκλαμψία. Επειδή το ποσοστό φλεβικής και αρτηριακής θρόμβωσης και θρόμβωσης του πλακούντα σε επιπλοκές κύησης δεν διαφέρει ουσιωδώς μεταξύ εθνών και φυλών, μπορεί άλ λες θρομβοφιλίες να παίζουν κάποιο ακόμα άγνωστο ρόλο. Για παράδειγμα, η μετάλλαξη FVLeiden εμφανί ζεται σε υψηλό ποσοστό στις λευκές φυλές, με συχνότητα που κυμαίνεται από 10% σε 15% στη Σουηδία, 4% με 8% στην Κεντρική Ευρώπη, 2% στη Νότια Ευρώπη και 5% στις ΗΠΑ. Η μετάλλαξη σχεδόν δεν υπάρχει σε Ασία, Ια­πωνία, Αφρική και Νότια Αμερική. Η προεκλαμψία είναι μία πολυγονική ασθένεια και υπάρχουν σημαντικές διαφορές πρόγνωσης και θεραπείας μεταξύ προχωρημέ νης-ελαφριάς και πρώιμης-σοβαρής μορφής.

Οι περισσότερες μελέτες και μία πρόσφατη μετα-ανά λυση προτείνουν μία σχέση μεταξύ θρομβοφιλίας και εμ­φάνισης σοβαρής προεκλαμψίας αλλά όχι ελαφράς προεκλαμψίας. Η βραδεία αιματική ροή μεταξύ των λαχνών σε συνδυασμό με την παρουσία μητρικής υπερ πηκτικότητας μπορεί να προκαλέσουν την εναπόθεση ινικής στον πλακούντα, αποτελώντας την αιτία εμφράκτων του πλακούντα, και τη μετέπειτα εμφάνιση πρώιμης σοβαρής νόσου. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και με μία πρόσφατη μετα-ανάλυση, η σοβαρή και όχι η ελαφρά προεκλαμψία έχει σχέση με θρομβοφιλίες. Κυρίως η σοβαρή προεκλαμψία συνυπάρχει με τη μετάλλαξη FVLeiden, με την υπερομοκυστεϊναιμία και με ανεπάρκειες της πρωτεΐνης S και ΑΤ ΙΙΙ. Δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσο η σοβαρή προεκλαμψία συνυπάρχει με τις μεταλλάξεις της προθρομβίνης και του MTHFR.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗ ΝΟΣΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ

Δεν υπάρχει καμία τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη για να καθορίσει την καλύτερη αντιμετώπιση των γυναικών με θρομβοφιλία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ως εκ τούτου, οι συμβουλές θα πρέπει να δίδονται από ειδικούς και μόνο και να βασίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα. Οι γυναίκες είναι αυθαίρετα ταξινομημένες ως διατρέχουσες πολύ υψηλό κίνδυνο, υψηλό κίνδυνο, μέτριο κίνδυνο ή χαμηλό κίνδυνο θρομβοεμβολικής νόσου.

Άτομα σε αντιπηκτική θεραπεία για προηγούμενο επεισόδιο θρομβοεμβολικής νόσου (ανεξάρτητα της παρουσίας ή της απουσίας θρομβοφιλίας), άτομα με θρομβοεμβολική νόσο στην παρούσα εγκυμοσύνη ή άτομα με τύπο ΙΙ ή τύπο Ι ανεπάρκειας αντιθρομβίνης (ακόμα και αν είναι ασυμπτωματικά) πρέπει να κατα ταχθούν στην ομάδα πολύ υψηλού κινδύνου θρομβοεμ βολικής νόσου. Είναι επιβεβλημένο να αρχίσουμε ή να συνεχίσουμε τα αντιπηκτικά σε όλη την εγκυμοσύνη σε αυτήν την ομάδα και να αλλάξουμε ή να αρχίσουμε την ηπαρίνη μόλις επιβεβαιωθεί η εγκυμοσύνη (πριν τις έξι εβδομάδες της εγκυμοσύνης). Οι γυναίκες με προηγούμενο θρομβοεμβολικό επεισόδιο, που βρί σκονται σε αντιπηκτική θεραπεία, πρέπει να αξιολογηθούν για να καθοριστεί εάν η συνέχιση αντι πηκτικών σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι κατάλληλη. Μερικές γυναίκες, όπως εκείνες με πρώτο επεισόδιο θρομβοεμβολικής νόσου, παραμένουν σε αντιπηκτική θεραπεία για περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο (σε μερικές περιπτώσεις για χρόνια) ως πα ράλειψη, και σε μια τέτοια κατάσταση η έναρξη της θε ραπείας με ηπαρίνη νωρίς στην εγκυμοσύνη μπορεί να μην είναι απαραίτητη. Άλλοι ερευνητές χρησιμοποιούν για θρομβοπροφύλαξη ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους, η οποία εμφανίζεται ασφαλής και αποτελε σματική κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γυναίκες με πολύ υψηλό κίνδυνο σχετιζόμενης με την κύηση θρομβοεμβολικής νόσου ρυθμίζονται με υποδό ρια ένεση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους δύο φορές την ημέρα (αρχική δόση 40mg ανά 12 ώρες), για να επιτευχθεί μέγιστη δραστικότητα αντι-Χa 0.35­0.70U/mL τρεις ώρες μετά από την έγχυση. Η αντιπηκτική θεραπεία θα πρέπει να συνεχιστεί για τουλάχι στον τρεις μήνες μετά τον τοκετό. Συστήνουμε επίσης τη χρήση αντιθρομβωτικών γυναικείων καλτσών σε όλη την εγκυμοσύνη και στη μετά τον τοκετό περίοδο.

Γυναίκες με προηγούμενο επεισόδιο θρομβοεμβολικής νόσου που δε βρίσκονται σε αντιπηκτική θεραπεία, εκείνες με ανεπάρκεια της πρωτεΐνης C και με θετικό οικογενειακό ιστορικό, όσες είναι ομόζυγες για τον πα ράγοντα VLeiden ή τη μετάλλαξη της προθρομβίνης ή εκείνες με συνδυασμένες θρομβοφιλίες κατατάσσονται στην ομάδα υψηλού κινδύνου θρομβοεμβολικής νόσου. Αντιμετωπίζουμε τέτοιες ασθενείς με μία δόση ημερησίως ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους (40mg/ημερη σίως). Σε αυτήν την ομάδα η θρομβοπροψύλαξη εισάγεται τέσσερις έως έξι εβδομάδες πριν από το στάδιο της εγκυμοσύνης στο οποίο εμφανίστηκε το προηγούμενο επεισόδιο (στην περίπτωση που υπάρχει προηγούμενο σχετιζόμενο με την εγκυμοσύνη θρομβοεμβολικό επεισόδιο) ή στις 24 εβδομάδες της κύησης στις υπόλοιπες. Η αντιθρομβωτική θεραπεία μπορεί να αρχίσει νωρίτε ρα εάν υπάρχουν πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου για θρομβοεμβολική νόσο. Τα αντιπηκτικά πρέπει να συνε χίζονται για τουλάχιστον έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό και να χρησιμοποιούνται οι γυναικείες αντιεμβολικές κάλτσες. Δυνατόν να επεκταθεί η μετά τον τοκετό αντι­πηκτική θεραπεία σε αυτήν την ομάδα για 12 εβδομάδες.

Οι ετεροζυγώτες για τη μετάλλαξη του παράγοντα VLeiden ή της προθρομβίνης ή αυτοί με ανεπάρκεια της πρωτεΐνης C και θετικό οικογενειακό ιστορικό για θρομβοεμβολική νόσο, κατατάσσονται στην ομάδα μέ τριου κινδύνου για θρομβοεμβολική νόσο. Συστήνουμε τη χρήση των γυναικείων αντιεμβολικών καλτσών στην προ του τοκετού περίοδο και αντιπηκτική θεραπεία με την ηπαρίνη ή βαρφαρiνη στη μετά τον τοκετό περίοδο. Άτομα με τη μετάλλαξη του παράγοντα VLeiden ή της προθρομβίνης, που δεν έχουν θετικό ατομικό ή οικογε νειακό ιστορικό για θρομβοεμβολική νόσο κατατάσ σονται στην ομάδα χαμηλού κινδύνου για θρομβοεμ βολική νόσο και συνήθως δεν μπαίνουν σε θρομβοπροψύλαξη πριν τον τοκετό, εκτός αν υπάρχουν άλλοι παράγοντες κινδύνου για θρομβοεμβολική νόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως προεκλαμψία ή καισαρική τομή. Εντούτοις, αυτές οι γυναίκες πρέπει να υπόκεινται σε συνεχή αξιολόγηση για να καθοριστεί εάν πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου για φλεβοθρόμ βωση αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Σε γυναίκες με ανεπάρκεια αντιθρομβίνης μπορούν να χορηγηθούν σκευάσματα συμπυκνωμένης αντι θρομβίνης, ώστε να ομαλοποιηθούν τα επίπεδα αντι θρομβίνης τους για να καλύψουν τον τοκετό. Οι συνι στώμενες θεραπευτικές αγωγές προτείνουν αύξηση της δραστικότητας αντιθρομβίνης πλάσματος σε 80% 120% την ημέρα του τοκετού για να μπορέσει να μειω θεί η δόση της ηπαρίνης. Έγχυση 0.65-0.70U συμπυ κνωμένης αντιθρομβίνης ανά kg μητρικού βάρους μπορεί να χρειαστεί για να αυξήσει τη δραστικότητα αντιθρομβίνης πλάσματος κατά 1IU/dL.

Γενικά, η τακτική μας είναι να επιτρέψουμε στις γυναίκες που βρίσκονταν σε ηπαρίνη πριν τον τοκετό να αρχίσουν τον τοκετό αυτόματα. Εντούτοις, συμβουλεύουμε ότι αυτές οι γυναίκες πρέπει να γεννήσουν στο νοσοκομείο και ότι πρέπει να διακόψουν την ηπαρίνη όταν πειστούν ότι ο τοκετός έχει ξεκινήσει. Οι γυναίκες που ήταν σε μη κλασματοποιημένη ηπαρίνη πριν τον τοκετό μπορούν να υπολογίζουν στο ενδεχόμενο χρή σης επισκληρίδιας αναισθησίας, αν βέβαια η εικόνα του πηκτικού μηχανισμού (χρόνος προθρομβίνης, χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστiνης, ινωδογόνο) είναι κανονική και τα αιμοπετάλια πάνω από 100.000 mm. Οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους δεν παρατείνουν το χρόνο μερικής θρομβοπλα στίνης, όπως η κλασματοποιημένη ηπαρίνη. Ο έλεγχος της δράσης των ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους απαιτεί μια δοκιμή αντι-Χa, η οποία σε πολλά κέντρα δεν είναι συνήθως διαθέσιμη 24 ώρες το εικοσιτετρά ωρο. Πρόσφατες μελέτες έχουν δώσει έμφαση σε ένα μικρό αλλά σημαντικό κίνδυνο νωτιαίων ή επισκληρί διων αιματωμάτων σε ηλικιωμένες κυρίως ασθενείς που λαμβάνουν ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους και αφορούν είτε στην εισαγωγή των νωτιαίων ή επι σκληρίδιων καθετήρων είτε στην αφαίρεσή τους. Οι ση μερινές συστάσεις (που βασίζονται πάλι στην άποψη ειδικών) είναι ότι σε ασθενείς που παίρνουν ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους οι καθετήρες πρέπει να τοποθετηθούν μόνο εάν έχουν παρέλθει 12 τουλάχιστον ώρες από την τελευταία δόση. Επιπλέον, η χορήγηση της επόμενης δόσης πρέπει να καθυστερήσει για τουλά χιστον δύο ώρες μετά από την τοποθέτηση της βελόνας. Οι επισκληρίδιοι καθετήρες πρέπει να αφαιρεθούν 12 24 ώρες μετά από την τελευταία δόση ηπαρίνης χα μηλού μοριακού βάρους και να γίνει χορήγηση της επό μενης δόσης με καθυστέρηση τουλάχιστον δύο ωρών. Όλες οι γυναίκες με κληρονομική θρομβοφιλία από συμπτωματικές οικογένειες πρέπει να λάβουν αντι θρομβωτική θεραπεία στη μετά τον τοκετό περίοδο για τουλάχιστον έξι εβδομάδες. Μερικοί προτιμούν την πα ράταση της θρομβοπροφύλαξης για 12 εβδομάδες στις γυναίκες της ομάδας πολύ υψηλού ή υψηλού κινδύνου θρομβοεμβολικής νόσου. Οι McColl και Greer αρ χίζουν με ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους 12 ώρες μετά τη ολοκλήρωση του τοκετού, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις σχετικά με τους επισκληρίδιους καθετή ρες, εκτός αν υπάρχει υπερβολική αιμορραγία. Τα από του στόματος αντιπηκτικά, που είναι ασφαλή κατά τη διάρκεια του θηλασμού, μπορούμε να τα αρχίσουμε μια έως δύο ημέρες μετά τον τοκετό και η ηπαρίνη να διακοπεί αφού η διεθνής αποδεκτή αναλογία είναι στα θεραπευτικά όρια για τρεις διαδοχικές ημέρες.

Ο έλεγχος της πήξης επιτυγχάνεται από την οδό της πρωτεΐνης C και της αντιθρομβίνης. Στην οδό της πρω τεΐνης C η θρομβίνη ενώνεται με θρομβομοντουλίνη ενεργοποιώντας την πρωτεΐνη C, η οποία απενεργοποι εί τον παράγοντα V και τον παράγοντα VIII με την παρουσία της πρωτεΐνης S και έτσι ελαττώνεται η πα ραγωγή της θρομβίνης. Η απενεργοποίηση της θρομβί νης επιτυγχάνεται από την ένωση της αντιθρομβίνης, της πρωτεΐνης C ή της S. Η διαταραχή στη δράση του παράγοντα V ή η αυξημένη δράση προθρομβίνης έχουν ως αποτέλεσμα την ελάττωση απενεργοποίησης της θρομβίνης ή την αύξηση παραγωγής της θρομβίνης.

 

Πίνακας 1. Εμπλεκόμενοι μηχανισμοί στην απώλεια κύησης με APS 
Στόχος Μηχανισμός 
Εικοσανοειδή Μείωση προστακυκλίνης και αύξηση παραγωγής θρομβοξάνης από ενδοθηλιακά κύτταρα
Αντιθρομβίνη ΙΙΙ Αναστολή της θειικής ηπαρίνης/ηπαρινο-εξαρτώμενης ενεργοποίησης της αντιθρομβίνης ΙΙΙ (ΑΤ ΙΙΙ)
Πρωτεΐνες C και S Αναστολή ενεργοποίησης της οδού πρωτεΐνης C – πρωτεΐνης S
Ενδοθηλιακά κύτταρα και αιμοπετάλια Ενεργοποίηση ενδοθηλιακών κυττάρων και αιμοπεταλίων, αύξηση έκφρασης των μορίων προσκόλλησης
Αννεξίνη V Μείωση παραγωγής αννεξίνης V, αναστολή δράσης ης στον πλακούντα από aPL αντισώματα

 

Πόσο απειλητική είναι στην εγκυμοσύνη

Μία στις δέκα γυναίκες μπορεί να εμφανίσει αύξηση της αρτηριακής πίεσης (υπέρταση) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σπανιότερα, μπορεί να παρουσιάσει πιο σοβαρές καταστάσεις, όπως η προεκλαμψία και η εκλαμψία.

Τι θα πρέπει να γνωρίζουμε, λοιπόν, για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των υπερτασικών διαταραχών της κύησης;

| Υ Π Ε Ρ Τ Α Σ Η |

  Πώς μεταβάλλεται η πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης;

Φυσιολογικά η αρτηριακή πίεση πέφτει λίγο στο πρώτο και κυρίως στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης και αυξάνεται πάλι στο τρίτο τρίμηνο. Συνηθισμένες τιμές αρτηριακής πίεσης θεωρούνται τα 120 χιλιοστά για τη μεγάλη (συστολική) πίεση και τα 80 για τη μικρή (διαστολική).

 Πότε λέμε ότι η πίεση είναι αυξημένη στην εγκυμοσύνη;

Η αρτηριακή πίεση θεωρείται αυξημένη όταν η συστολική είναι 140 ή υψηλότερη και η διαστολική 90 ή υψηλότερη. Ανάλογα με το βαθμό της αύξησης αναφερόμαστε σε:

 

• • • Ήπια αύξηση: έως 150/100,

• • • Μέτρια αύξηση: έως 160/110, και

• • • Σοβαρή αύξηση: 160/110 ή υψηλότερη.

 

Υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες υπέρτασης στην εγκυμοσύνη;

Σε κάποιες γυναίκες η υπέρταση προϋπάρχει, ενώ σε άλλες εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την κύηση. Έτσι διακρίνουμε τις εξής καταστάσεις:

 

• • • Χρόνια υπέρταση: όταν η υψηλή πίεση προϋπάρχει ή όταν διαπιστώνεται μέσα στις πρώτες 20 εβδομάδες και παραμένει συνήθως και μετά τον τοκετό.

• • • Υπέρταση Κύησης: όταν εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά την 20ή εβδομάδα.

• • • Προεκλαμψία: όταν η υψηλή πίεση εμφανίζεται μετά την 20ή εβδομάδα, αλλά σε συνδυασμό με σημαντική ποσότητα πρωτεΐνης στα ούρα.

• • • Εκλαμψία: όταν η προεκλαμψία επιδεινώνεται με την εμφάνιση σπασμών. Η υπέρταση κύησης και η προεκλαμψία υποχωρούν κατά κανόνα μέσα σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό.

 

 Είναι πάντα επικίνδυνη η αύξηση της πίεσης;

Συνήθως πρόκειται για ήπια και όχι για σημαντική διαταραχή. Σε λίγες περιπτώσεις όμως, όπως π.χ. στην προεκλαμψία, η αύξηση της πίεσης μπορεί να γίνει σοβαρή και επιζήμια, τόσο για τη μητέρα (κίνδυνος για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, θρόμβωση ή αιμορραγία, ηπατική ή νεφρική βλάβη) όσο και για το έμβρυο (πιθανότητα για μειωμένη ανάπτυξη, πρόωρο τοκετό ή αποβολή). Γι’ αυτό και ο γιατρός παρακολουθεί την πορεία του εμβρύου με τη βοήθεια των υπερήχων και την υγεία της μητέρας με τις κατάλληλες εξετάσεις αίματος και ούρων.

 Ποιες γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν προεκλαμψία;

Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν προεκλαμψία όταν παρουσιάζουν τουλάχιστον δύο παράγοντες κινδύνου από την ομάδα Α ή έναν από την ομάδα

Β όπως φαίνονται στο σχετικό πίνακα. Οι γυναίκες αυτές μπορούν προληπτικά να λαμβάνουν 75 mg ασπιρίνης από τη 12η εβδομάδα και μετά.__

Πώς γίνεται αντιληπτή η αύξηση της πίεσης; Υπάρχουν συμπτώματα;

Οι περισσότερες γυναίκες δεν έχουν καθόλου συμπτώματα εξαιτίας της υπέρτασης. Γι’ αυτό και η πίεση ελέγχεται τακτικά στις επισκέψεις στο γυναικολόγο. Υπάρχουν όμως κάποια συμπτώματα που πρέπει να προσεχθούν επειδή μπορεί να αποτελούν πιθανές ενδείξεις προεκλαμψίας:

 

• • • Πονοκέφαλοι:

όταν δεν υποχωρούν με παυσίπονα.

• • • Διαταραχές στην όραση:

όταν βλέπουμε διπλά, θολά ή εμφανίζονται λάμψεις.

• • • Ναυτία ή έμετοι:

όταν εμφανίζονται προς το τέλος της εγκυμοσύνης.

• • • Κοιλιακά άλγη:

επίμονοι πόνοι ψηλά στην κοιλιά ή κάτω από τα πλευρά.

• • • Οίδημα στα χέρια, στα πόδια ή στο πρόσωπο:

ξαφνικό πρήξιμο ή επιδείνωση του συνηθισμένου ήπιου οιδήματος της εγκυμοσύνης.

 

Υπάρχουν φάρμακα για την αυξημένη πίεση κατάλληλα για την εγκυμοσύνη;

Υπάρχουν συγκεκριμένα φάρμακα που είναι ασφαλή για το μωρό και που όταν χρειαστεί θα σας βοηθήσουν να ρυθμίσετε την πίεσή σας στα επιθυμητά επίπεδα. Αντίστοιχα, γυναίκες που λαμβάνουν ήδη αντιυπερτασικά φάρμακα, πρέπει να ενημερώνουν τον ιατρό τους σε περίπτωση που μείνουν έγκυοι ή προγραμματίζουν εγκυμοσύνη, ώστε να τα αλλάξουν με πιο κατάλληλα, αν αυτό χρειάζεται.

Υπάρχουν νεότερα δεδομένα στην έρευνα σχετικά με τις υπερτασικές διαταραχές της κύησης;

Είναι αλήθεια πως συνεχίζεται η προσπάθεια να κατανοήσουμε τους λόγους και τους μηχανισμούς που προκαλούν την αύξηση της πίεσης και τις επιπλοκές της στην εγκυμοσύνη. Επίσης, είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι ανακαλύπτουμε νέες διαγνωστικές μεθόδους, ικανές να προβλέψουν από νωρίς τον κίνδυνο για προεκλαμψία, ώστε να υπάρχει καλύτερη παρακολούθηση και έγκαιρη αντιμετώπιση.

Α. Μέτριος κίνδυνος

Β. Υψηλός κίνδυνος

Πρώτη κύηση

Χρόνια υπέρταση

Ηλικία άνω των 40 ετών

Χρόνια νεφρική νόσος

Έχουν περάσει 10 χρόνια ή περισσότερα από την προηγούμενη κύηση

Αυτοάνοσο νόσημα, λ.χ. συστηματικός ερυθηματώδης λύκος

Δείκτης Μάζας Σώματος ίσος ή μεγαλύτερος από 35

Σακχαρώδης διαβήτης

Οικογενειακό ιστορικό προεκλαμψίας

Προεκλαμψία ή υπέρταση σε προηγούμενη κύηση

Πολύδυμη κύηση