Η διάγνωση της εγκυμοσύνης βασίζεται στις πληροφορίες από το ιστορικό της γυναίκας, στα ευρήματα από την κλινική εξέταση καθώς και στις παρακλινικές και εργαστηρακές εξετάσεις. Την εγκυμοσύνη υποπτευόμαστε σε κάθε γυναίκα που βρίσκεται στην αναπαραγωγική ηλικία και αναφέρει απότομη διακοπή της περιόδου.
Από τα συχνότερα συμπτώματα της εγκυμοσύνης είναι η ναυτία και οι έμετοι, που παρουσιάζονται σε ένα ποσοστό 50% των εγκύων γυναίκων, κυρίως κατά τις πρωινές ώρες και μετά τα γεύματα. Τα παραπάνω συμπτώματα, συνήθως, εκδηλώνονται από την δεύτερη εβδομάδα της εγκυμοσύνης και υποχωρούν μετά την δωδέκατη. Για την αιτιολογία της ναυτίας και των εμετών ενοχοποιούνται διάφορες νευροφυτικές διαταραχές και ενδοκρινικές μεταβολές που παρατηρούνται κατά την κύηση. Εκτός από τα συμπτώματα αυτά, είναι δυνατό να παρουσιαστούν και αλλαγές στη διαιτητική συμπεριφορά της εγκύου, όπως ανορεξία, βουλιμία, αποστροφή για ορισμένα είδη τροφών ή ακόμη και μείωση της αίσθησης της γεύσης. Πολλές έγκυες παραπονούνται επίσης για βάρος στο υπογάστριο και αίσθημα πληρότητας του στομάχου. Επίσης, στο πρώτο τρίμηνο της κύηση, λόγω της πίεσης που ασκεί η μήτρα στην ουροδόχο κύστη και την τοπική υπεραιμία, εμφανίζεται συχνουρία. Το σύμπτωμα βαθμιαία ελαττώνεται, όταν η μήτρα βγει έξω από την μικρή πύελο και εμφανίζεται πάλι στο τέλος της κύησης, όταν το κεφάλι του εμβρύου κατέρχεται μέσα στην πύελο. Κατά την κύηση, αμέσως μετά την αναστολή της περιόδου, παρουσιάζεται αίσθημα βάρους ή τάσης των μαστών, λόγω της ορμονικής διέγερση του μαζικού αδένα. Οι ενεργητικές κινήσεις ή σκιρτήματα του εμβρύου πρωτοεμφανίζονται μεταξύ της 16ης-18ης εβδομάδας της κύησης. Στις πολύτοκες γίνονται αντιληπτά πιο νωρίς απ’ ό,τι στις πρωτότοκες. Η διαγνωστική αξιολόγηση των κινήσεων είναι πολλές φορές προβληματική, ιδιαίτερα όταν η έγκυος έχει έντονη συναισθηματική φόρτιση (επιθυμία για τεκνοποίηση, στείρωση).
Οι συχνότερες μεταβολές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρατηρούνται από το δέρμα, τους μαστούς, την κοιλιά και τα γεννητικά όργανα της εγκύου, ενώ γίνονται αντιληπτοί και οι εμβρυϊκοί παλμοί.
Δέρμα
Από τις πιο συχνές μεταβολές του δέρματος στην εγκυμοσύνη είναι το μητρικό χλόασμα, λόγω της συμμετρικής εναπόθεσης μελανίνης στην περιοχή του προσώπου γύρω από το στόμα και τις παρειές. Επίσης, εναπόθεση μελανίνης παρατηρείται στη λευκή γραμμή και στα έξω γεννητικά όργανα. Αλλες μεταβολές στο δέρμα των εγκύων είναι οι ραβδώσεις που παρατηρούνται στα κοιλιακά τοιχώματα, στους γλουτούς και στους μαστούς.
Μαστοί
Παρατηρείται υπέρχρωση της θηλής και της άλω και διόγκωση των φυματίων του Montgomery. Επίσης, υπάρχει διόγκωση και ευαισθησία των μαστών, ενώ με έκθλιψη της θηλής διαπιστώνεται η έξοδος παχύρρευστου κιτρινωπού εκκρίματος.
Γεννητικά όργανα
Διαπιστώνεται υπεραιμία των εξωτερικών γεννητικών οργάνων και των βλεννογόνων του κόλπου και του τράχηλου της μήτρας. Ο τράχηλος γίνεται μαλακός και οι βλεννογόνοι του κόλπου και του τράχηλου παίρνουν μια ερυθροκύανη χροιά. Με την γυναικολογική εξέταση προσδιορίζεται το μέγεθος και η σύσταση της μήτρας.
Κοιλιά
Παρατηρείται αύξηση του μεγέθους της κοιλιάς, τη 12η εβδομάδα η μήτρα ψηλαφάται στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα πάνω από την ηβική σύμφυση και αυξάνεται βαθμιαία σε μέγεθος ανάλογα με την ηλικία της κύησης. Στις πρωτότοκες η διάταση της κοιλιάς μπορεί να είναι λιγότερο εμφανής απ’ ό,τι στις πολύτοκες.
Καρδιακοί παλμοί του εμβρύου
Η ανίχνευση της καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου με τους υπερήχους είναι δυνατή από την 5η εβδομάδα της κύησης, ενώ η ακρόαση των καρδιακών παλμών του εμβρύου, με τη βοήθεια ειδικών συσκευών, που χρησιμοποιούν το φαινόμενο Doppler, είναι δυνατή από τη 10η εβδομάδα. Φυσιολογικά οι καρδιακοί παλμοί του εμβρύου έχουν συχνότητα που κυμαίνεται από 120-160 κατά λεπτό. Αλλοι ήχοι που ακούγονται είναι το φύσημα της ομφαλίδας, που οφείλεται στην κίνηση του αίματος στα ομφαλικά αγγεία και έχει την ίδια συχνότητα με τους παλμούς του εμβρύου, και το φύσημα των μητριαίων αγγείων, που έχουν την ίδια σύχνοτητα με το σφυγμό της εγκύου.
Η εργαστηριακή και παρακλινική διάγνωση της κύησης γίνεται με τη μέτρηση της β – χοριακής γοναδοτροπίνης (β-hHG) και το υπερηχογράφημα.
Η εξέταση αυτή είναι ανώδυνη, ταχύτατη στην εκτέλεση και ακίνδυνη για το έμβρυο και τη μητέρα. Υπερηχογραφικά ο αμνιακός σάκος μπορεί να απεικονισθεί μετά τη 4η εβδομάδα και η ανίχνευση της καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου είναι δυνατή από την 5η εβδομάδα της κύησης. Από την 6η εβδομάδα της κύησης γίνεται η αναγνώριση των δύο πόλων του εμβρύου και με τη μέτρηση του κεφαλοουραίου μήκους του προσδιορίζεται η ηλικία της κύησης, με απόκλιση ± 3 ημέρες.
Η μέτρηση της χοριακής γοναδοτροπίνης (hCG) στα ούρα και τον ορό της εγκύου θέτει τη διάγνωση περίπου την 8η-10η ημέρα μετά τη γονιμοποίηση. Η χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG) είναι γλυκοπρωτεΐνη, αποτελείται από δύο υποομάδες, την α και την β υπομάδα, παράγεται από τη τροφοβλάστη από την ημέρα της εμφύτευσης και η μέτρηση της β υποομάδας υπολογίζεται με ανοσοβιολογικές και ραδιοανοσοβιολογικές μεθόδους.
Οι καταστάσεις που πρέπει να διαφοροδιαγνωστούν από την ενδομήτρια κύηση είναι:
1. η έκτοπη κύηση, 2. οι κυστικοί όγκοι των ωοθηκών, 3. το ινομύωμα της μήτρας, 4 .η δευτεροπαθής αμηνόρροια 5. και η ψευδοκύηση.