Αποβολή
Click here to change this text
Καθοριστική η έγκαιρη διάγνωση
Η εξωμήτρια κύηση είναι μία από τις πιο δύσκολες περιπτώσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας γυναικολόγος. Κι αυτό γιατί αφενός δεν υπάρχουν ιδιαίτερα συμπτώματα, αφετέρου μπορεί να απειλήσει και την ίδια τη ζωή της εγκύου. Πώς, λοιπόν, εντοπίζεται και πώς αντιμετωπίζεται;
Μία από τις πιο σοβαρές και συχνά απειλητικές για τη ζωή παθήσεις που καλείται να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει ένας γυναικολόγος, είναι η εξωμήτριος ή έκτοπος κύηση. Σε μια φυσιολογική κύηση το ωάριο που απελευθερώνεται από την ωοθήκη μετά την ωορηξία, συλλαμβάνεται από τη σάλπιγγα μέσα στην οποία, με την ύπαρξη των σπερματοζωαρίων, συντελείται η γονιμοποίησή του. Μετά τη γονιμοποίηση, με τη βοήθεια των ειδικών μηχανισμών της σάλπιγγας (περισταλτισμός, κροσσωτά κύτταρα) το ωάριο προωθείται στη μήτρα και συγκεκριμένα στην ενδομήτρια κοιλότητα, όπου και εμφυτεύεται. Αντιθέτως, στην έκτοπη κύηση το γονιμοποιημένο ωάριο εμφυτεύεται εκτός του ενδομητρίου.
Η πιο συχνή θέση εντόπισης της εξωμητρίου εγκυμοσύνης είναι η σάλπιγγα (σαλπιγγική κύηση) σε ποσοστό περίπου 98%, ενώ πιο σπάνια μπορεί να είναι στις ωοθήκες, στην περιτοναϊκή κοιλότητα, στον τράχηλο της μήτρας και στο σημείο που ενώνεται η μήτρα με τη σάλπιγγα. Πολύ σπάνια μπορεί να έχουμε την ταυτόχρονη ύπαρξη ενδομήτριας και εξωμήτριας κύησης, κατάσταση που καλείται ετερότοπη κύηση.
Τα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν έκτοπη κύηση ποικίλλουν και σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Σε γενικές γραμμές διάφορες παθήσεις, όπως ανατομικές ανωμαλίες διάπλασης των σαλπίγγων, μικροβιακές σαλπιγγίτιδες κυρίως γονοκοκκικής και χλαμυδιακής αιτιολογίας, προηγηθείσες επεμβάσεις στις σάλπιγγες, ενδομητρίωση, προηγηθείσα έκτοπη κύηση, χρήση ενδομήτριων σπειραμάτων, ορμονικές διαταραχές, ινομυώματα, μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, ακόμα και το κάπνισμα, μπορούν να προκαλέσουν ολική ή μερική απόφραξη και μειωμένη λειτουργικότητα στις σάλπιγγες, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η μετάβαση του γονιμοποιημένου ωαρίου στην ενδομήτρια κοιλότητα.
Η δ ι ά γ ν ω σ η
Η διάγνωση της έκτοπης κύησης και ειδικότερα στα αρχικά στάδια δεν είναι εύκολη κι αυτό γιατί τα συμπτώματά της είναι τα ίδια με μιας φυσιολογικής ενδομήτριας κύησης, όπως καθυστέρηση περιόδου, θετικό τεστ κύησης και κάποιες ασαφείς κοιλιακές ενοχλήσεις.
Η έγκαιρη διάγνωση είναι πολύ σημαντική κι αυτό γιατί μια καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει τη ρήξη της έκτοπης κύησης με συνοδό αιμορραγία, κατάσταση ιδιαίτερα απειλητική για τη ζωή της γυναίκας. Έτσι κάθε γυναίκα, επί θετικού τεστ κυήσεως, πρέπει να απευθύνεται στο γυναικολόγο για να διαπιστωθεί αν η κύηση είναι ενδομήτρια ή μη. Ο ποσοτικός προσδιορισμός της β υπομονάδας της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης (β-HCG) σε συνδυασμό με τη διακολπική υπερηχογραφία και την κλινική εξέταση τις περισσότερες φορές βάζουν τη διάγνωση της έκτοπης κύησης.
Πιο συγκεκριμένα στα αρχικά στάδια της εγκυμοσύνης, όπου η ενδομήτρια κύηση δεν μπορεί να αποδειχθεί υπερηχογραφικά, η β-HCG πρέπει να αυξάνεται τουλάχιστον κατά 66% σε μια φυσιολογική εγκυμοσύνη σε χρονικό διάστημα 48 ωρών, ενώ αντίθετα μια μικρότερη αύξηση ή σταθεροποίηση των τιμών σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο είναι ενδεικτικά έκτοπης κύησης.
Η ερμηνεία των υπερηχογραφικών ευρημάτων απαιτεί συνδυασμό με τις τιμές της β-HCG. Με τιμές β-HCG πάνω από 2.000 mIU/ml ο διακολπικός υπέρηχος μπορεί να αναδείξει ενδομήτριο σάκο και η συνοδός παρουσία άλλων εμβρυϊκών στοιχείων, όπως ο λεκιθικός ασκός εντός αυτού, μπορούν να αποκλείσουν την περίπτωση του ψευδοεμβρυϊκού σάκου ή της ενδομήτριας συλλογής υγρού, καταστάσεις που μιμούνται τη φυσιολογική ενδομήτρια κύηση, κάτι το οποίο συμβαίνει σ’ ένα 10%-30% των έκτοπων κυήσεων. Η αναγνώριση εξαρτηματικών μαζών συσχετίζεται συχνά με την εξωμήτρια κύηση και, στην περίπτωση που συνυπάρχει και καρδιακή λειτουργία εντός αυτών, η διάγνωση της εξωμήτριας κύησης θεωρείται βέβαιη.
Η α ν τ ι μ ε τ ώ π ι σ η
Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική, φαρμακευτική ή χειρουργική. |
• • • Η φαρμακευτική θεραπεία γίνεται κυρίως με τη χορήγηση μεθοτρεξάτης – μιας ουσίας που παρεμποδίζει τη σύνθεση του DNA- με απαραίτητη προϋπόθεση η ασθενής να είναι αιμοδυναμικά σταθερή και το κύημα να είναι μικρότερο από 3,5 εκατοστά. |
• • • Η χειρουργική αντιμετώπιση έγκειται στην αφαίρεση του εξωμήτριου κυήματος και στην περίπτωση της σαλπιγγικής κύησης μπορεί να είναι συντηρητική (σαλπιγγοτομία -τομή της σάλπιγγας και αφαίρεση του κυήματος) ή ριζική (σαλπιγγεκτομή- αφαίρεση ολόκληρης της σάλπιγγας) και μπορεί να γίνει είτε λαπαροσκοπικά είτε με ανοικτό χειρουργείο (λαπαροτομία). |
• • • Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να έχουμε την αυτόματη απορρόφηση του εξωμήτριου κυήματος. |
Τέλος να σημειωθεί ότι γυναίκες με ιστορικό έκτοπης κύησης έχουν αυξημένο κίνδυνο κατά 10%-15% να ξαναέχουν έκτοπη κύηση στο μέλλον.